Δευτέρα 23 Μαΐου 2016

H ΔΙΑΣΤΡΟΦH ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΣΤΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ “ΝΩΕ”Του κ. Χριστόδουλου Βασιλειάδη, Διδάκτορος Θεολογίας


H ΔΙΑΣΤΡΟΦH ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
ΣΤΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΝΩΕ

Του κ. Χριστόδουλου Βασιλειάδη,
Διδάκτορος Θεολογίας

    Ψες πήγαμε με τον ξάδελφό μου, ο οποίος ήλθε από την Αμερική, στον κινηματογράφο και είδαμε το έργο «Νώε». Αναμέναμε ότι τουλάχιστο θα βλέπαμε κάποια στοιχεία αληθείας, σύμφωνα με το κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης. Όμως μας απογοήτευσε φρικτά.Το μόνο αληθινό και σύμφωνο με την Παλαιά Διαθήκη στοιχείο ήταν τα ονόματα του Νώε και των παιδιών των, Σημ, Χαμ και Ιάφεθ. Όλα τα άλλα ήταν ένα φρικτό μυθιστόρημα και μια διαστροφή της αλήθειας!
Όχι απλά ήταν ένα φρικτό μυθιστόρημα, αλλάο σεναριογράφος προσπάθησε να δείξει ότι ο διάβολος είναι φίλος του ανθρώπου και ότι βοήθησε τον Νώε να φτιάξει την κιβωτό!

Παράλληλα υπήρχαν και πάμπολλα στοιχεία, που δεν ανταποκρίνονταν προς την διηγήση της Παλαιάς Διαθήκης. 

ΟΝώε διατάζεται από τον Θεό να σκοτώσει τις δύο κόρες του γιου του, αλλά αυτός δεν το κάνει. Το μετανιώνει αργότερα ότι παράκουσε την εντολή του Θεού. Ακόμη σώζονται μόνο τα παιδιά του Νώε και η μια του νύμφη. Τα άλλα δύο παιδιά δεν έχουν νύμφες. Όμως αυτό είναι διαστροφή της πραγματικότητας. Στον κατακλυσμό σώζονται τόσο ο Νώε και η σύζυγός του όσο και τα παιδιά του με τις νύμφες του.Ο Νώε πολεμά και νικά αν κατάλαβα καλά τον Κάιν.Κάποιος άλλος, μάλλον ο Κάιν μπαίνει και αυτός στην κιβωτό και τελικά τον σκοτώνει ο Νώε. Τα δύο παιδιά του Νώε ζητούν σύζυγο αλλά αυτός αρνείται.Οι υπόλοιποι άνθρωποι αντί να περιγελούν τον Νώε, όπως γράφει η Παλαιά Διαθήκη, προσπαθούν να σωθούν, αλλά ο Νώε αρνείται να τους σώσει και πολεμά να μην μπουν και αυτοί στην κιβωτό.Διώχνουν τους άλλους ανθρώπους από την κιβωτό τα τέρατα, δηλαδή ο διάβολος.
Και πάρα πολλά άλλα ψέματα και διαστροφή της αλήθειας.

Θα ήταν ευχής έργο αν κάποια άτομα ή οργανισμοί χρηματοδοτούσαν την παραγωγή κινηματογραφικών ταινιών, των οποίων τα θέματα να αντλούνται από την Αγία Γραφή και την παράδοση της Εκκλησίας μας. Μια αξιέπαινη προσπάθεια έκανε πριν χρόνια ο Κύπριος την καταγωγή κ. Χατζηιωάννου και είναι προς τιμή του. Αναμένουμε και άλλες προσπάθειες.


Read more:http://www.egolpion.com/noah.el.aspx#ixzz49TlYdlaC

Ομοφυλοφιλία καί Νέα Τάξη ΠραγμάτωνΟμιλία μοναχού Αρσενίου Βλιαγκόφτη, Δρ Θεολογίας - Πτ. Φιλοσοφίας

Ομοφυλοφιλία καί Νέα Τάξη Πραγμάτων
Ομιλία μοναχού Αρσενίου Βλιαγκόφτη,
Δρ Θεολογίας - Πτ. Φιλοσοφίας

Στή Σύναξη διαμαρτυρίας στόν προαύλιο χῶρο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ
Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου
ἐναντίον τῶν ἐκδηλώσεων ὁμοφυλοφιλικῆς «ὑπερηφάνειας» (gay pride).
Θεσσαλονίκη, 20 Ἰουνίου 2014


    Σεβαστοί μου πατέρες, πού τιμᾶτε μέ τήν παρουσία σας τήν ἀποψινή μας ἐκδήλωση εἰρηνικῆς διαμαρτυρίας, ἀγαπητοί Θεσσαλονικεῖς,
Πρῶτα-πρῶτα πρέπει νά ἐκφράσουμε τίς εὐχαριστίες μας στόν Τριαδι­κό ἀληθινό Θεό μας γιά τήν λαοσύναξή μας αὐτή.
Κατά δεύτερον νά ἀποδώσουμε τήν ὀφειλομένη εὐχαριστία στόν Παν­αγιώτατο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ. Ἄνθιμο μέ τίς πατρικές εὐλογίες καί ὑπό τήν αἰγίδα τοῦ ὁποίου λαμβάνει χώρα ἡ ἐκδήλωσή μας. Εὐχαριστίες ἐπίσης ὀφείλονται καί στούς πλησιοχώρους Μητροπολίτες Νέας Κρήνης καί Καλαμαριᾶς κ. Προκόπιο καί Νεαπόλεως καί Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβα, οἱ ὁποῖοι προέβαλαν τή λαοσύναξή μας.
Τά Ὀρθόδοξα Χριστιανικά Σωματεῖα τῆς Θεσσαλονίκης, πού συνδιορ­γανώνουμε αὐτή τήν ὁμολογιακή σύναξη, χαιρετίζουμε ὅλους ἐσᾶς, τόν πιστό λαό τῆς Θεσσαλονίκης, πού βρίσκεστε ἐδῶ γιά νά διατρανώσουμε μαζί τήν ἀπόφασή μας νά συνεχίσει νά εἶναι ἡ Θεσσαλονίκη, ἡ πόλις τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν ἀναρίθμητων ἁγίων, ἡ Θεσσαλονίκη τῶν Ἁγιορειτικῶν εὐλογιῶν καί τῆς Βυζαντινῆς της λαμπρῆς κληρονομιᾶς, νά συνεχίσει νά εἶναι ἀντάξια τοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς Ἱστορίας της καί νά μή γίνει θλιβερός μιμητής κάθε ξενόφερτου φαινομένου παρακμῆς, πού ἔρχεται καί στόν τόπο μας, ὅπως ἡ παρέλαση ντροπῆς τῶν ὁμοφυλοφίλων, πού ἀπειλεῖ νά μολύνει τήν ἁγιοτόκο πόλη μας.
Α´ Μέρος
Ἡ τρέχουσα συγκυρία
Ἡ πρόκληση αὐτή, πού γιά τρίτη συνεχῆ χρονιά πραγματοποιεῖται, στήν πόλη μας, ἐντάσσεται σέ ἕνα γενικότερο πλαίσιο προβολῆς καί νομιμοποίησης τῆς ὁμοφυλοφιλίας ὡς καθ᾽ ὅλα νόμιμου καί ἐπαινετοῦ ἐναλλακτικοῦ, ὅπως θέλουν νά τόν λένε, τρόπου ἔκφρασης τοῦ σεξουαλικοῦ προσανατολισμοῦ.
Εἶναι γνωστή ἡ πρόσφατη βράβευση ἑνός ὁμοφυλόφιλου στό πλαίσιο τῆς Eurovision καί ἡ προβολή τοῦ γεγονότος ἀνά τήν ὑφήλιο ὡς «νίκη τοῦ πνεύματος τῆς ἀνεκτικότητας». Ἡ δήλωση αὐτή ἀνήκει, παρακαλῶ, στόν παπικό Ἀρχιεπίσκοπο Βιέννης στήν Αὐστρία, ὁ ὁποῖος συμπλήρωσε ὅτι «εὔχεται ἡ Κοντσίτα νά ἔχει τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ στή ζωή της»!
Ὁ ἔσχατος ξεπεσμός καί ἡ ἀποστασία ἀπό τό θέλημα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ συμπληρώθηκε τίς ἴδιες περίπου ἡμέρες μέ τήν πρωτοβουλία τοῦ Γαλλικοῦ Ὑπουργείου Παιδείας νά συστήσει στά ἀγόρια τοῦ Λυκείου νά πᾶνε στό σχολεῖο μέ φοῦστες, γιά νά δείξουν ἔμπρακτα ὅτι δέν εἶναι «ὁμοφοβικοί» καί ὅτι τό φύλο δέν καθορίζεται βιολογικά ἀλλά ἐπιλέγεται.
Αὐτή ὅμως ἡ παραλυσία, ὅπως θά τήν ἔλεγε καί ὁ Μακρυγιάννης μας, δέν ἔχει προσβάλει ὡς λοιμική νόσος μόνο τήν ἀποστατημένη Δύση. Ἔχει ἔρθει καί σέ μᾶς ἐδῶ, ἀφοῦ — ὅπως διαβάζουμε— ὀργανώνεταισέ δημο­τικό σχολεῖο τῶν Ἀθηνῶνσεμινάριο γιά τήν ἐνημέρωση τῶν μικρῶν μα­θητῶν καί τῶν γονέων τους πάνω στό θέμα τῆς «ὁμοφοβίας» καί τῆς «τρανσφοβίας»!
Τί νά πρωτοθαυμάσει κανείς σ᾽ αὐτήν τήν παράνοια τῆς ἀποστασίας; Ἐδῶ ὁ διάβολος χορεύει πλέον στίς πλατεῖες. Ἐδῶ ἔχουμε ἀντιστροφή καί διαστροφή τῆς ἀνθρώπινης ὀντολογίας. Ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, «ἡ ἁμαρτία ἔγινε πλέον μόδα· βγαίνει στίς πλατεῖες καί διεκδικεῖ εὔσημα».
Ποῦ πηγαίνει λοιπόν ἡ Εὐρώπη καί ποῦ σύρεται μαζί μ᾽ αὐτήν καί ἡ Ἑλλάδα;

Ἡ θέση τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ὁμοφυλοφιλία
Θά πρέπει νά ποῦμε ἀπό τήν ἀρχή ὅτι ἡ ἀποψινή μας λαοσύναξη εἶναιἔκφραση τῆς ποιμαντικῆς ἀγωνίας τῆς Ἐκκλησίας μαςγιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ βδελυκτοῦ πάθους τῆς ὁμοφυλοφιλίας, τό ὁποῖον εἶναι σημάδι τῶν ἐσχάτων καιρῶν. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι καί ὁ Ἀντίχριστος, καθώς ἀναλύουν οἱ Ἅγιοι Πατέρρες, θά εἶναι ὁμοφυλόφιλος, καθώς θά ἀποτελεῖ τήν προσωποποίηση τῆς ἀντιστροφῆς, διαστροφῆς καί ἐναντίωσης στήν τάξη πού ἐδημιούργησε ὁ Θεός σέ ὅλους τούς τομεῖς.
Ἡ σύναξή μας, λοιπόν, εἶναι ἔκφραση τῆς ποιμαντικῆς ἀγωνίας τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ φωνή τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ποιμαντική της μέριμνα ἔχει πολλούς ἀ­ποδέκτες. Πρῶτα-πρῶτα ἀπευθύνεται —ὅπως ἔχει δικαίωμα καί καθῆ­κον— στά πιστά της τέκνα γιά νά τά διαφυλάξει πνευματικά ἀλλά καί σωματικά.
Ἀπευθύνεται ἐπίσης σέ ὅσους ἔχουν τήν καλή διάθεση νά ἀκούσουν τή φωνή της.
Ὑπάρχουν, δυστυχῶς, ἄνθρωποι μέσα στήν πολυδιάστατη σύγχυση τῆς ἐποχῆς μας, πού ἀγνοοῦν ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλη­σιαστική Παράδοση θεωροῦν ξεκάθαρα ὅτι τό πάθος τῆς ὁμοφυλοφιλίας ἤ τοῦ κιναιδισμοῦ (αὐτός εἶναι ὁ ἀρχαιοελληνικός σοφός ὅρος, διότι οἱ κίναι­δοι κινοῦν τήν αἰδῶ, τήν ντροπή!) εἶναι τελείως ἀσυμβίβαστο μέ τήν ἰδιό­τητα τοῦ χριστιανοῦ.
Ἀρκεῖ πρός ἀπόδειξη νά ἀναφέρουμε μόνο τά παρακάτω χωρία τῆς Ἁγία Γραφῆς. Τά μεταφέρουμε ἀπό τό βιβλίο τοῦ Κ. Γ. Παπαδημητρακό­πουλου,Ὁμοφυλοφιλία,ἐκδ. Φωτοδότες, 1992, σσ. 8-9.
«Μή πλανᾶσθε· οὔτε πόρνοι, οὔτε εἰδωλολάτραι(Καί στούς εἰδωλολάτρες συμπεριλαμβάνονται προφανῶς καί αὐτοί πού θεοποιοῦν τή σάρκα καί ἀπολυτοποιοῦν τίς σαρκικές ἡδονές στίς ὁποῖες καί ὑποδου­λώ­νονται)οὔτε μοιχοί οὔτε μαλακοί(δηλαδή θηλυπρεπεῖς)οὔτε ἀρσε­νοκοῖται(εἶναι αὐτοί γιά τούς ὁποίους συζητᾶμε)... Βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι» (Α´ Κορ. στ´ 9-10).
Καί στήν Α´ πρός Τιμόθεον ἐπιστολή του ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει:
«... Δικαίῳ νόμος οὐ κεῖται, ἀνόμοις δέ καί ἀνυποτάκτοις, ἀσεβεῖς καί ἁμαρτωλοῖς, ἀνοσίοις καί βεβήλοις... πόρνοις, ἀρσενοκοίταις, ἀνδραποδισταῖς... καί εἴ τι ἕτερον τῇ ὑγιαινούσῃ διδασκαλίᾳ ἀντίκειται ...» (Α´ Τιμ. α´ 9-10).Δηλαδή, ὁ νόμος δέν προορίζεται γιά τούς καλούς, ἀλλά γιά τούς ἀνόμους καί ἀνυπότακτους, γιά τούς ἀσεβεῖς καί ἁμαρτωλούς, γιά ἐκείνους πού δέν ἔχουν ἱερό καί ὅσιο καί βεβηλώνουν τά πάντα... γιά τούς πόρνους, τούς ἀρσενοκοῖτες... καί γιά κάθε τί πού ἀντιτίθεται στήν ὑγιᾶ διδασκαλία.
Καί στήν πρός Ρωμαίους:
● «Διά τοῦτο(δηλαδή ἐπειδή δέν ἐλάτρευσαν τόν Κτίστη ἀλλά τήν κτίση ὅπως ἀναφέρεται στούς προηγούμενους στίχους 16-23)παρέδωκεν αὐτούς ὁ Θεός εἰς πάθη ἀτιμίας, αἵ τε γάρ θήλειαι αὐτῶν μετήλλαξαν τήν φυσικήν χρῆσιν εἰς τήν παρά φύσιν, ὁμοίως δέ καί οἱ ἄρσενες ἀφέντες τήν φυσικήν χρῆσιν τῆς θηλείας ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρσενες ἔν ἄρσεσι τήν ἀσχημοσύνην κατεργαζό­μενοι καί τήν ἀντιμισθίαν ἥν ἔδει τῆς πλάνης αὐτῶν ἐν ἑαυτοῖς ἀπολαμβάνοντες» (Ρωμ. α´ 26-27).Δηλαδή: Γιά τόν πιό πάνω λόγο, πού ἀναφέραμε, τούς παρέδωσε ὁ Θεός σέ πάθη ἀτιμωτικά, γιατί καί οἱ γυναῖ­κες τους ἄλλαξαν τή φυσική σχέση καί χρήση μέ τήν παρά φύση. Τό ἴδιο καί οἱ ἄντρες, ἀφοῦ ἄφησαν τήν φυσική χρήση τῆς γυναίκας, ἄναψαν ἀπό φλόγα ἀκάθαρτης ἐπιθυμίας μεταξύ τους, ὥστε νά κάνουν ἄντρες μέ ἄντρες ἄσχημες καί ἄτιμες πράξεις, λαμβάνοντες ἔτσι τόν μισθό πού τούς ἄξιζε γιά τήν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας τους».
Θά μποροῦσαν νά ἀναφερθοῦν καί ἄλλα πολλά χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀλλά νομίζω καί αὐτά πού εἴπαμε εἶναι ἀρκετά. Τοῦτο μόνο νά προσθέσουμε, ὅτι τό πάθος τῆς ὁμοφυλοφιλίας, ἐκτός ἀπό φοβερή ἁμαρτία, εἶναι καταστροφικό καί γιά τήν ψυχική καί σωματική ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο πάθος καί ἁμαρτία. Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ φοβερή μάστιγα τοῦ aids  ξεκίνησε ἀπό ὁμοφυλοφίλους καί ἐξακολουθεῖ σήμερα, ὡς πανδημία πλέον, νά κάνει θραύση κυρίως μεταξύ αὐτῶν.
Ἐπίσης τά ψυχιατρικά προβλήματα, τάσεις αὐτοκτονίας κλ.π., εἶναι πολύ περισσότερο διαδεδομένα μεταξύ τῶν δυστυχισμένων αὐτῶν ἀνθρώ­πων, ἀπ᾽ ὅτι σέ ἄλλες κατηγορίες ἀνθρώπων.
Αὐτά τά προβλήματα —πνευματικά στό βάθος— ἐκφράζονται πολλές φορές μέ μιά μεγάλη προπέτεια, ἀναίδεια, προκλητικότητα καί μίσος ἀπέναντι σέ κάθε καλό καί ὑψηλό πού παρήγαγε ὁ ἀνθρώπινος πολιτισμός καί ἰδιαίτερα ἡ δική μας παράδοση. Θά ἀναφέρουμε μόνον αὐτό πού ἔγραψαν στό ἄγαλμα τοῦ ἔφιππου Κολοκοτρώνη στά Προπύλαια, ἀπέναντι ἀπό τήν Παλαιά Βουλή, κατά τή διάρκεια τῆς παρέλασής τους τό προηγούμενο Σάββατο 14 Ἰουνίου στήν Ἀθήνα: «Λεσβίες, ὁμοφυλόφιλοι [σημείωση: στό δικό τους ὑπάρχει ἡ λαϊκή ἔκφραση γιά τό πάθος τῆς ὁμοφυλοφιλίας καί ὄχι αὐτή πού βάλαμε ἐμεῖς ἐδῶ χάριν εὐπρεπείας], ἱέρειες τοῦ αἴσχους, εἴμαστε περήφανα ἡ ντροπή τοῦ ἔθνους».
Ἐδῶ, ἀνιχνεύεται ὅλη ἡ τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἁμαρτίας, ὁ ὁποῖος μέσῳ καί τῆς ἀντικοινωνικῆς συμπεριφορᾶς, προσπαθεῖ νά ἑλκύσει τό ἐνδιαφέρον. Στήν πραγματικότητα αὐτό πού τοῦ λείπει εἶναι ἡ ἀγάπη καί ἡ ἀναγνώριση.
Τά ἐπιχειρήματα, φυσικά, καί ἡ ἐνημέρωση πιάνουν τόπο σ᾽ αὐτούς πού δέν εἶναι τυφλωμένοι ἀπό τό πάθος. Γι᾽ αὐτούς πού σύρονται ἀπό τό πάθος, ἡ ἠθική συνείδηση, ἀλλά καί ἡ λογική, εἶναι αἰχμάλωτες τοῦ πάθους καί δέν ἀφήνουν τόν ἄνθρωπο νά δεῖ τήν ἀλήθεια. «Ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν δοῦλος ἐστί τῆς ἁμαρτίας» (Ἰω. 8,34) λέγει ἡ Γραφή καί ἡ ἀρχαία σοφία κάνει τήν πανανθρώπινη διαπίστωση ὅτι ἡ ἕξις, δηλαδή ἡ συνήθεια — καί μάλιστα ἡ κακή— γίνεται δεύτερη φύση γιά τόν ταλαίπωρο ἄνθρωπο, πού θά αἰχμαλωτίσει.
Κάποιοι νομίζουν —πολύ ἐσφαλμένα— ὅτι ἡ Ἐκκλησία μιλώντας γιά τό κρίσιμο αὐτό θέμα, κινεῖται, τρόπον τινά, ἀπό ἐμπάθεια. Μεγάλο λάθος κάνουν. Ἡ Ἐκκλησία δέν στρέφεται προσωπικά ἐναντίον κανενός. Τίς πράξεις τίς ἁμαρτωλές καταδικάζει καί μιλεῖ μέ πόνο γι᾽ αὐτά πού κάποτε ἦσαν αὐτονόητα.Ἡ Ἐκκλησία— αὐτό μᾶς ἔχουν διδάξει οἱ ἅγιοι—δέν ἀποστρέφεται οὔτε μισεῖ τά πρόσωπα,ὅσο ἁμαρτωλά καί ἄν εἶναι. Βλέπει τό πρόσωπο, ἀκόμη καί τοῦ μεγαλυτέρου ἁμαρτωλοῦ, ὡς μία τραγική ὕπαρξη, ἡ ὁποία ὑφίσταται τίς συνέπειες τῶν καταστροφικῶν ἐπιλογῶν της. Προσπαθεῖ μέ τόν λόγο, τή νουθεσία, τήν προσευχή καί τήν ἐν γένει ποιμαντική της νά βοηθήσει νά μετανοήσει ὁ ἄνθρωπος καί νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τά αἰσχρά πάθη, τά ὁποῖα τόν ντροπιάζουν.
Ἡ Ἐκκλησία ὅμωςἀποστρέφεται τήν ἁμαρτίακαί τόν πατέρα καί εἰσηγητή τῆς ἁμαρτίας, τόν ἀρχέκακο διάβολο. Αὐτή τήν ἀντιμετώπιση μᾶς παρέδωσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας καί τήν ἐφήρμοσαν οἱ ἅγιοι.
Ἡ Ἐκκλησία δέν μισεῖ τά πρόσωπα τῶν ἁμαρτωλῶν, ἀλλά καί δέν ὡραιοποιεῖ οὔτε δικαιολογεῖ τά πάθη. Δέν λέγει: «Καλά κάνετε, δέν εἶναι τίποτε· ὅλοι ἔτσι κάνουν». Ἀπό ἀγάπη λέγει τήν ἀλήθεια καί προσπαθεῖ μέ κάθε τρόπο νά βοηθήσει, προληπτικά καί θεραπευτικά. Γι᾽ αὐτό καί βεβαιώνει, ὅπως διαβάζουμε σέ πρόσφατο κείμενο, πού κατέθεσε ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου διαμαρτυρόμενη στήν Κυπριακή πολιτεία —ἡ ὁποία καί ἐκεῖ, δυστυχῶς, προβάλλει τίς ἐκδηλώσεις καί παρελάσεις τῶν ὁμοφυλοφίλων. Γράφει ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου: «...ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Βιοηθική θεωροῦν τήν ὁμοφυλοφιλία ὡς ἀσθένεια καί πάθος τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, πού πρέπει νά τύχει ἰατρικῆς καί πνευματικῆς βοήθειας καί θεραπείας». Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια.
Κλείνοντας τή σύντομη αὐτή θεολογική προσέγγιση τοῦ θέματος ἐπισημαίνουμε ὅτι γιά μᾶς τούς χριστιανούς «μέτρον πάντων χρημάτων», δηλαδή μέτρο γιά τήν ἠθική καί πνευματική ἀξιολόγηση τῶν πράξεων, συμπεριφορῶν καί διανοημάτων δέν εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι σοφιστές, ἀλλά ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Ἐπίσης, οἱ «προδιαγραφές» γιά τήν κατά φύση λειτουργία καί γιά τήν ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου σέ ὅλα τά ἐπίπεδα καί τούς τομεῖς ἐτέθησαν ἀπό τόν ἴδιο τόν Δημιουργό τοῦ ἀνθρώπου, τόν Τριαδικό Θεό καί δέν μποροῦμε οὔτε πρέπει ἐμεῖς νά τίς ἀλλάξουμε. Ὅσοι ἐπιχείρησαν νά ἀλλάξουν αὐτές τίς «προδιαγραφές», πρῶτα-πρῶτα τόν ἑαυτό τους κατέστρεψαν.
Συνεπῶς δέν κινούμεθα σέ μία γκρίζα ζώνη ἀσάφειας καί ὑποκειμενι­κῶν ἐκτιμήσεων ἀλλά σέ μία περιοχή, ὅπου τά πράγματα εἶναι σαφή καί ξεκάθαρα καί ἐναπόκειται στήν ἐλεύθερη προαίρεση τοῦ κάθε ἀνθρώπου νά ἀκολουθήσει μέ φιλότιμο καί ἀπό ἀγάπη τόν Χριστό καί νά ὁμοιωθεῖ πρός αὐτόν ἤ —ὅ μή γένοιτο— νά γίνει δοῦλος τῶν βδελυκτῶν παθῶν καί νά ὁμοιωθεῖ «τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις», ἤ μᾶλλον νά γίνει χειρότερος καί ἀπό αὐτά, διότι τά καημένα τά ζῶα δέν ἐτιμήθησαν ἀπό τόν Δημιουργό μέ τήν θεοειδῆ ψυχή, τόν νοῦν καί τό αὐτεξούσιο, δηλ. τήν ἐλευθερία. 
Β´ Μέρος
ς ἔρθουμε τώρα στήν προσέγγιση τοῦ θέματος «ὁμοφυλοφιλία» ἀπό μιά σκοπιά κοινωνική καί πολιτική μέ τήν εὐρύτερη ἔννοια. Καί βέβαια πάντοτε μέ βάση τήν ἀξιολόγηση τῶν συμβαινόντων ὑπό τό πρίσμα τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, διότι διδαχθήκαμε νά μήν ἀγνοοῦμε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐργά­ζεται τό κακό στόν κόσμο.
Ἔνταξη τῆς ὁμοφυλοφιλίας στό εὐρύτερο πλαίσιο τῆς λεγομένης Νέας Ἐποχῆς καί τῆς «Νέας Τάξεως Πραγμάτων» - Στρατηγικοί στόχοι τῆς «Νέας Τάξης».
Ἡ προώθηση τῆς ὁμοφυλοφιλίας καί τῶν συναφῶν σεξουαλικῶν παρεκκλίσεων ἀποτελεῖτυπικό παράδειγμα τῶν στοχεύσεων καί τοῦ τρόπου δράσεως τῆς λεγομένης Νέας Ἐποχῆς καί τῆς συνυφασμένης μέ αὐτήν «Νέας Τάξεως Πραγμάτων».Δέν εἶναι τυχαία καί ἡ σημαία μέ τά χρώματα τῆς ἴριδος (τοῦ οὐράνιου τόξου), πού ἔχει ὡς ἔμβλημα ἡ κίνηση τῶν ὁμοφυλοφίλων. Τό οὐράνιο τόξο εἶναι τό κατ᾽ ἐξοχήν σύμβολο τῆς κίνησης τῆς «Νέας Ἐποχῆς».
Ἡ προβολή τῆς ὁμοφυλοφιλίας πηγαίνει παράλληλα μέ τήν προβολή τοῦ ἀποκρυφισμοῦ καί τῆς μαγείας, καί αὐτό φάνηκε καθαρά καί στήν πρόσφατη Eurovision. Ἡ ἐξήγηση τῆς παράλληλης προβολῆς καί διαφήμισης εἶναι εὔκολη, ἀφοῦ καί οἱ δύο αὐτές παρεκτροπές (ἡ ὁμοφυ­λοφιλία καί ἡ μαγεία) ἀποτελοῦν ξεκάθαρη καί αὐτοπροαίρετη, δηλαδή συνειδητή, ἀποστασία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό θέλημα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.
Ἡ λεγομένη Νέα Ἐποχή ἐπιδιώκει ἐδῶ καί χρόνια νά γκρεμίσει τά σύνορα μεταξύ τῶν κρατῶν, μέ τελικό στόχο τήν ἐπιβολή μιᾶς παγκόσμιας κυβέρνησης ἤ διακυβέρνησης, ὅπως ἔλεγε καί ὁ ἀλήστου μνήμης πρώην πρωθυπουργός Γιῶργος Παπανδρέου.
Μιά παγκόσμια κυβέρνηση (στήν πραγματικότητα μιά παγκόσμια δικτατορία) μέ ἐπικεφαλῆς ἕναν παγκόσμιο κυβερνή­τη. Γιά νά ἐπιτύχουν αὐτό τόν στόχο, πού προωθοῦν οἱ σκοτεινές δυνάμεις, δέν θέλουν κοινωνία μέ συνοχή. Δέν θέλουν ἐλεύθερους καί ὑπεύθυνους πολίτες, ἀλλ᾽ ἕναζαλισμένο κοπάδι—ὁ ἐπιτυχής ὅρος ἀνήκει σέ σύγχρονο ξένο κοινωνιολόγο— τό ὁποῖο ζαλισμένο ἀνθρώπινο κοπάδι θά τό καθοδηγοῦν οἱ ἰνστρούχτορες τῆς «Νέας Ἐποχῆς». Αὐτό ἐπιτυγχά­νεται μέσῳ τῆς διανοητικῆς χειραγώγησης, μέσῳ τῆς πλύσης ἐγκεφάλου, πού γίνεται κυρίως μέσα ἀπό τά λεγόμενα ΜΜΕ καί κυρίως τήν τηλεόραση.
Τό ἦθος καί οἱ ἰδέες τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου—καταναλωτῆ διαμορ­φώνονται ἀπό τήν κατευθυνόμενη τηλεόραση. Αὐτή εἶναι, δυστυχῶς ἡ ἀλήθεια. Καί τά βοθροκάναλα, ὅπως ἔχουν ὀνομασθεῖ, γεμί­ζουν μέ σκουπίδια τό μυαλό καί τήν καρδιά ὅσων τά βλέπουν. Οἱ ἐξαιρέσεις, —πού ἐπιβεβαιώνουν τόν κανόνα— εἶναι, δυστυχῶς, ἐλάχιστες. Βομβαρ­δίζει, λοιπόν, ἡ τηλεόραση ἐπί εἰκοσιτετραώρου βάσεως μέ τό τρίπτυχο σέξ-βία καί μαγεία. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι σπάνια βρίσκει κανείς στίς μέρες μας τηλεοπτικές σειρές καί ἐκπομπές, ὅπου νά μή διαφημίζεται ἡ διαστροφή τῆς ὁμοφυλοφιλίας καί νά μή χτυπιοῦνται οἱ ἀξίες πού κρατοῦν ὄρθια τήν κοινωνία. Χτυπιοῦνται οἱ ρίζες. Χτυπιέται τό ἀνθρώπινο πρόσωπο καί ὁ θεσμός τῆς οἰκογένειας. Δυστυχῶς τά ἴδια αὐτά καταστροφικά μηνύματα περνοῦν ὅλο καί περισσότερο καί μέσα ἀπό τά σχολικά βιβλία, δηλητηριάζοντας καί διαστρέφοντας τίς εὐαίσθητες παιδικές ψυχές, τό μέλλον τοῦ Ἔθνους.
Καί γιατί τό κάνουν αὐτό; Γιατί χτυποῦν τίς ρίζες; Διότι ἄνθρωποι χωρίς ρίζες, χωρίς ἀξίες καί ἰδανικά, χωρίς ἠθική προσωπικότητα καί ἠθικές ἀντιστάσεις ἀπέναντι στό πολύμορφο κακό, στή διαφθορά καί στή διαστροφή εἶναι ἕνα ἄμορφο ὑλικό, μιά μάζα εὔκολα χειραγωγήσιμη καί διαχειρίσιμη ἀπό τούς πονηρούς καί δόλιους συνωμότες τῆς παγκόσμιας δικτατορίας τῶν ἀγορῶν. Γιά τούς ἴδιους λόγους χτυπιοῦνται παγκοσμίως οἱ κοινωνίες καί οἱ λαοί μέ τήν κατασκευασμένη οἰκονομική κρίση. Αὐτό τό ξέρουμε πολύ καλά καί τό ζεῖ ὁ ἑλληνικός λαός στό πετσί του. Ἑπτά χιλιάδες αὐτοκτονίες μέσα σέ τέσσερα χρόνια ἀπό τήν ἀπελπισία τῆς οἰκονομικῆς ἐξαθλίωσης.
Ἡ οἰκονομική ἐξαθλίωση ὅμως ἀπό μόνη της δέν μπορεῖ νά γκρεμίσει τήν κοινωνία, ὅταν ὑπάρχουν ὑγιῆ ἀντανακλαστικά, ἀξίες καί ἀρχές πού νά δίνουν συνοχή στήν κοινωνία. Γι᾽ αὐτό καί σύμφωνα μέ τή γνωστή δήλωση Κίσσινγκερ τοῦ 1944 οἱ Ἕλληνες πρέπει νά χτυπηθοῦν στίς ρίζες τους, στή γλώσσα καί στήν πίστη.
Μέσα σ᾽ αὐτό τό πλαίσιο προσπαθοῦννά γκρεμίσουν τά ὅριαμεταξύ ἀλήθειας καί πλάνης. Προωθοῦν τή ρωσική σαλάτα τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦσυγκρητισμοῦ·προωθοῦν δηλαδή, μέ ἁπλᾶ λόγια, τόνοἰκουμενισμό,προσπαθώντας νά δημιουργήσουν μία δαιμονική παν­θρησκεία στήν ὁποία θέλουν νά βάλουν ὅλες τίς θρησκεῖες ἑνώνοντας μέσα ἐκεῖ ἀλήθεια καί πλάνη.
Ἔτσι τό νά ἀγαπᾶς τόν Χριστό, τήν πατρίδα, τίς ἀξίες, πού μᾶς κράτησαν ὄρθιους ὡς Γένος τρεῖς χιλιάδες καί περισσότερα χρόνια, συκοφαντεῖται τώρα ὡς φανατισμός, προσκόλληση σέ πράγματα ξεπερασμένα, ρατσιστμός κ.ο.κ. Οἱ ἰνστρούχτορες τῆς Νέας Ἐποχῆς κάνουν καλά τή δουλειά τους.
Ἕνα ἐργαλεῖο πού χρησιμοποιεῖ ἡ Νέα Ἐποχή καί ἡ Νέα Τάξη γιά νά φτιάξει τόν παγκόσμιο χυλό τῆς ἰσοπεδωτικῆς παγκοσμιοποίησης εἶναι καί τά λεγόμεναδικαιώματα τῶν μειονοτήτων.Μειονοτήτων ἐθνικῶν, θρησκευτικῶν, ἀκόμη καί μέ βάση τόν σεξουαλικό προσανατολισμό. Αὐτές οἱ μειονότητες πραγματικές ἤ κατασκευασμένες —τό εἴδαμε αὐτό στό Κόσσοβο καί ἀλλοῦ— χρησιμοποιοῦνται ὡς ἐργαλεῖο γιά τό γκρέμισμα τῆς Παλαιᾶς καί γιά τό στήσιμο τῆς Νέας Τάξεως Πραγμάτων, ἡ ὁποία στήν πραγματικότητα εἶναι μιά μεγάλη ἀ-ταξία καί ἀ-νομία.
Τό ἐνδιαφέρον γιά τά δικαιώματα αὐτά εἶναι συνήθως ὑποκριτικό, πλασματικό καί προσχηματικό, προκειμένου νά προωθηθοῦν τά γεωπο­λιτικά καί στρατηγικά συμφέροντα τῶν ἰσχυρῶν. Ἔτσι οἱ «εὐαίσθητοι» αὐτοί ὑπερασπιστές τῶν δικαιωμάτων κλαψουρίζουν ὑποκριτικά ὅτι παραβιάζονται τά δικαιώματα τῶν ὁμοφυλοφίλων ἐπειδή π.χ. δέν τούς ἐπέτρεψε ἡ ρωσική κυβέρνηση νά παρελάσουν στή Μόσχα, ἀλλά καταπίνουν τή γλῶσσα τους ὅταν π.χ. οἱ προστατευόμενοί τους ἰσλαμοφασίστες τζιχαντιστές μισθοφόροι ἀντάρτες κόβουν κεφάλια χριστιανῶν στή Συρία ἤ ὅταν τό Ἰσραήλ σκοτώνει ἀμάχους Παλαιστινίους στή λωρίδα τῆς Γάζας.
Ὅλοι αὐτοί οἱ στόχοι τῆς Νέας Τάξης προωθοῦνται μέ ἄφθονο χρῆμα, μέ νομοθετικές ρυθμίσεις σέ παγκόσμιο —εἰ δυνατόν— ἐπίπεδο, μέσῳ Μ.Κ.Ο. (Μή Κυβερνητικῶν Ὀργανώσεων) καί μέ χειραγώγηση τῆς κοινῆς γνώμης τῶν εὐρωπαϊκῶν κυρίως λαῶν, ὥστε νά συναινέσουν στήν καταστροφή τους, μέσῳ κυρίως τῆς ἠθικῆς διαφθορᾶς καί τῆς δημογραφικῆς τους ἀλλοίωσης, λόγῳ τῆς ἀνεξέλεγκτης καί μάλιστα προω­θούμενης ἀπό τά ἴδια αὐτά σκοτεινά κέντρα λαθρομετανάστευσης. Ἔτσι —ἐάν δέν ξυπνήσουμε καί δέν ἀντιδράσουμε— μετά ἀπό 20-30 χρόνια ἡ Εὐ­ρώπη καί ἡ Ἑλλάδα δέν θά ἔχουν καμμία σχέση μ᾽ αὐτό πού ἦταν μέχρι σήμερα.
Εἴπαμε γιά νομοθετικές ρυθμίσεις σέ εὐρωπαϊκό καί παγκόσμιο, εἰ δυνατόν, ἐπίπεδο. Φέρνω δύο μόνο παραδείγματα. Τό ἕνα εἶναι ἡ προώθηση παντοῦ τῶν λεγομένων «ἀντιρατσιστικῶν» νομοσχεδίων — αὐτό γίνεται καί στήν Ἑλλάδα, ὅπου τό νομοσχέδιο εἶναι πρός ψήφιση στή Βουλή. Στήν πραγματικότητα τό ἀντιρατσιστικό νομοσχέδιο δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά προσπάθεια φίμωσης τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων καί τῶν φυσιολογικῶν ἀνθρώπων. Διαμαρτύρεσαι γιά τήν βάσει προγράμματος ἅλωση τῆς πατρίδας σου, πᾶς κατηγορούμενος γιά ρατσιστής. Ψάλλεις τή Μεγάλη Ἑβδομάδα τά τροπάρια πού χαρακτηρίζουν τούς Ἑβραίους, πού σταύρωσαν τόν Χριστό, «λαό δυσσεβῆ καί παράνομο», πᾶς κατηγορούμενος «γιά ὑποκίνηση θρησκευτικοῦ μίσους». Βγαίνει ὁ ἱεροκήρυκας καί λέγει ὅτι τό πάθος τῆς ὁμοφυλοφιλίας εἶναι βδελυκτό ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τό συχαίνεται ὁ Θεός, κινδυνεύει νά μηνυθεῖ ἀπό τούς ὁμοφυλόφιλους μέ βάση πάλι τό ἀντι— ρατσιστικό νομοσχέδιο.
Τό ἄλλο εἶναι αὐτό, πού πρόσφατα διαβάσαμε, ὅτι ἡ Εὐρωπαϊκή Ἕνωση, γιά νά δώσει οἰκονομική βοήθεια σέ χῶρες τῆς Ἀφρικῆς, ἔθεσε ὡς ὅρο τήν ψήφιση καί ἐκεῖ νόμων ὑπέρ τῆς ὁμοφυλοφιλίας, σάν κι αὐτόν πού ψηφίσθηκε τήν ἄνοιξη στό Εὐρωκοινοβούλιο. Ἄς σημειωθεῖ ὅτι τόν ἐπαίσχυντο νόμο ψήφισαν καί ὅλοι οἱ παρευρεθέντες ἐκεῖ Ἕλληνες εὐρωβουλευτές.
Μέχρι στιγμῆς μιλήσαμε γιά τήνστρατηγικήτῆς Νέας Τάξης. Σ᾽ αὐτή τή στρατηγική ἐντάσσεται καί ἡ κοινωνική καί θεσμική νομιμοποίηση τῆς ὁμοφυλοφιλίας ἀλλά —γιατί ὄχι;— καί ἡ νομιμοποίηση αὔριο-μεθαύριο καί ἄλλων νοσηρῶν φαινομένων καί κοινωνικῶν μαστίγων. Παραδείγμα­τος χάριν στήν Ὁλλανδία ἐδῶ καί δύο-τρία χρόνια λειτουργεῖ νόμιμα πολιτικό κόμμα, πού εἶναι ὑπέρ τῆς παιδεραστίας. Στή Γερμανία, ἀπό πέρυ­σι, λειτουργοῦν νόμιμα οἶκοι ἀνοχῆς γιά κτηνοβάτες. Ὅσο γιά τή νομιμο­ποίηση τῶν ναρκωτικῶν, ἤδη στήν Ὁλλανδία κυκλοφοροῦν ἐλεύθερα τά λεγόμενα μαλακά ναρκωτικά (χασίς κ.ἄ.), ἐνῶ στίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες συζητεῖται πολύ σοβαρά πρόταση πού ἔφεραν ἄνθρωποι τοῦ γνωστοῦ Σκοπιανοῦ (Οὐγγροεβραϊκῆς καταγωγῆς) κερδοσκόπου Σόρος γιά νομιμοποίηση τῶν ναρκωτικῶν. Ἀλλά γιατί νά πηγαίνουμε μακρυά; Ὁ πρώην πρωθυπουργός Γιῶργος Παπανδρέου εἶχε προτείνει, ὡς γνωστόν, τήν καλλιέργεια χασίς γιά ἰδιωτική χρήση σέ γλάστρες!
Ἡ τακτική
Ἄς ἔρθουμε ὅμως, μετά τήν στρατηγική, στήντακτικήτῆς Νέας Τάξης γιά τήν προώθηση τῶν στρατηγικῶν της στόχων.
1)Μιά γενική ἀρχή τακτικῆς τῆς Νέας Τάξης εἶναι τό δόγμαἩ καλύτερη ἄμυνα εἶναι ἡ ἐπίθεση.Φωνάζει ὁ κλέφτης γιά νά φύγει ὁ νοικοκύρης, λέγει ὁ λαός μας. Αὐτό τό ἐφαρμόζουν καί ὅλες οἱ νεο­εποχί­τικες σέκτες, μέ πρώτη τήν διαβόητη παγκοσμίως Σαϊεντολογία.
2)Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο τακτικῆς εἶναι ἡ σταδιακή προώθηση τῶν στόχων. Εἶναι ἡ γνωστή«μέθοδος τοῦ σαλαμιοῦ».Τό σαλάμι τό κόβουν φέτα-φέτα.
Ἔτσι διαφημίζεται δολίως ἡἀνεκτικότηταπροκειμένου νά ἀπενερ­γοποιηθοῦν καί τελικῶς νά νεκρωθοῦν τά ὑγιῆ ἀντανακλαστικά αὐτοπρο­στασίας στούς ἀνθρώπους καί στήν κοινωνία.
Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ βράβευση τοῦ ἄνδρα-γυναίκα Αὐστριακοῦ Κοντσίτα ἀπό τή Γιουροβίζιον τόν Μάϊο πανηγυρίσθηκε καί διαφημί σθηκε ὡς «νίκη τῆς ἀνεκτικότητας καί τῆς διαφορετικότητας».
Ἔτσι ἀπό τούς διαμορφωτές γνώμης, ἀπό τούς ἰνστρού­χτορες τῆς «Νέας Ἐποχῆς», τά ἄτομα καί οἱ κοινωνίες σπρώχνονταισέ ὅλο καί μεγα­λύτερες ὑποχωρήσειςἀπέναντι στό κακό, στήν ἀνομία, στή δια­στροφή, μέ βάση τήν ψευδεπίγραφη ἀρετή τῆς ἀνεκτικότητας, μέχρι πού ἡ κατάσταση πλέον γίνεται μή ἀναστρέψιμη. Ἐάν δέν σταματήσεις ἀπ᾽ τήν ἀρχή τό ξήλωμα μιᾶς ζακέτας, σέ λίγο θά ἔχει ξηλωθεῖ ὁλόκληρη. Ἐκφραστικό παράδειγμα αὐτῆς τῆς διαδικασίας, εἶναι αὐτό πού παθαίνει κανείς, ὁ ὁποῖος ἀπό συμπόνοια βάζει κάποιον σ᾽ ἕνα δωμάτιο τοῦ σπιτιοῦ του, γιά νά μήν παγώσει ἀπό τό κρύο, καί μετά αὐτός φέρνει καί τήν οἰκογένειά του καί βγάζουν τόν νοικοκύρη ἀπό τό σπίτι του. Γι᾽ αὐτό χρειάζεται ἐξ ἀρχῆς μία σθεναρή καί ἀνυποχώρητη στάση— ἀντίσταση ἀπέναντι στό κακό, πού θέλει νά προχωρήσει.
Οἱ πονηροί καί δόλιοι αὐτοί χειραγωγοί τῆς κοινῆς γνώμης μέσα σέ μιά κοινωνία προσπαθοῦν, ὅπως εἴπαμε, νά νεκρώσουν τά ὑγιῆ ἀντανα­κλαστικά τῶν φυσιολογικῶν ἀνθρώπων ἀπέναντι στή διαστροφή. Προσπα­θοῦν νά δημιουργήσουν σ᾽ αὐτούς μιά«μουδιασμένη συνείδηση».
Αὐτή ἡ συμπεριφορά «μουδιασμένης συνείδησης» ὑπαγορεύεται ἀπό τήν λεγόμενη«πολιτική ὀρθότητα»,τήν ὁποία κυρίως στίς Η.Π.Α. καί στήν Εὐρώπη πέτυχε τό σύστημα πού προωθεῖ τή Νέα Τάξη. Πέτυχε, δηλαδή, οἱ ἄνθρωποι νά αὐτο-λογοκρίνονται μέσῳ ἑνός ἥπιου ἐκφο­βισμοῦ. Διότι ἡ «πολιτική ὀρθότητα», προτιμᾶ, ἐφ᾽ ὅσον μπορεῖ, νά ἐπιτυγχάνει αὐτό πού θέλει δι᾽ ἐμμέσων ὑποδείξεων (συναινετικά) καί ὄχι δι᾽ ἀπαγορεύσεων. Τό κάνει κι αὐτό βέβαια, ἀλλά προτιμᾶ τό πρῶτο. Ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας Παΐσιος, ὁ ᾽Αντίχριστος θά εἶναι «εὐγενικός»! Ὅλη ἡ ὑπόθεση εἶναι πῶς θά κερδίσει τή συναίνεση. Αὐτό γίνεται συνήθως μέ τήν πλύση ἐγκεφάλου. Κλασικό παράδειγμα τοῦ τί ἔχει ἐπιτύχει αὐτή ἡ «πολιτική ὀρθότητα» εἶναι ἡ εἰσαγωγή πού κάνουν οἱ περισσότεροι, φοβούμενοι μή χαρακτηρισθοῦν ρατσιστές, ἄν ποῦν ξεκάθαρα ὅτι ἀγαποῦν τήν πατρίδα τους. Ἔτσι ξεκινοῦν λέγοντας: «Δέν εἶμαι ρατσιστής, ἀλλά...».
Αὐτά πού λέμε τώρα εἶναι σημαντικά βήματα γιά τή δημιουργία τῆς κοινωνίας ἀπολύτου ἐλέγχου, τῆς κοινωνίας τοῦ Big Brother (τοῦ Μεγάλου Ἀδελφοῦ), ὅπου ὅλοι αὐτο-λογοκρίνονται. Μήν ξεχνοῦμε ὅτι στίς δίκες τίς Πράγας, μετά τό ξεσήκωμα τῶν Τσεχοσλοβάκων ἐναντίον τῶν Σοβιετικῶν κομμουνιστῶν τό 1968 καί τήν καταστολή τῆς ἐξέγερσης, στίς δίκες πού ἀκολούθησαν, οἱ κατηγορούμενοι, πρώην κορυφαῖα στελέχη τοῦ ἐκεῖ Κομμουνιστικοῦ Κόμματος, ἀφοῦ εἶχαν ὑποστεῖ «ἐπαναπρογραμ­ματισμό» μέσῳ διανοητικῆς χειραγώγησης (mind control—πλύση ἐγκεφά­λου), ζητοῦσαν ἀπό τό δικαστήριο πιό αὐστηρές ποινές εἰς βάρος τους ἀπ᾽ αὐτές πού ζητοῦσε ὁ εἰσαγγελέας!
3)Μέσα στήν τακτική τοῦ σαλαμιοῦ εἶναι καί ἡἀπενοχοποίηση τῆς διαστροφῆς.Προσπαθοῦν νά παρουσιάσουν τήν ὁμοφυλοφιλία ὡς ἐναλλακτική πρόταση σεξουαλικοῦ προσανατολισμοῦ, ὡς μιά νόμιμη διαφορετικότητα, ἐξίσου καλή καί νόμιμη μέ τήν ἐντός εἰσαγωγικῶν φυσιολογική, διότι πλέον τήν φυσιολογική τήν βάζουν ἐντός εἰσαγωγικῶν, ἀφοῦ καί ἡ ἄλλη συμπεριφορά (ἡ ἀνώμαλη) θέλει νά παρουσιάζεται ἀπό αὐτούς ὡς φυσιολογική.
Σημειώνουμε ἐδῶ ὅτι μέχρι καί πρίν ἀπό εἴκοσι περίπου χρόνια ἡ ὁμοφυλοφιλία ἐθεωρεῖτο παρέκκλιση καί διαστροφή σύμφωνα καί μέ τό «Διαγωνιστικό καί Στατιστικό Ἐγχειρίδιο» (τό γνωστό ὡς DSM) τῆς Ἀμερι­κανικῆς Ψυχιατρικῆς Ἑταιρείας. Ἀκόμη καί ὁ Φρόυντ καί ὁ Γιούνγκ καί ὁ Βίλχελμ Ράιχ χαρακτηρίζουν τήν ὁμοφυλοφιλία ὡς παρέκκλιση καί διαστροφή. Σημειωτέον ὅτι, σύμφωνα μέ τούς εἰδικούς, ἡ διεθνής σύγχρονη προσπάθεια ἀποχαρακτηρισμοῦ τῆς ὁμοφυλοφιλίας ὡς παρέκκλισης καί νομιμοποίησής της ὡς φυσιολογικῆς πρακτικῆς δέν βασίζεται σέ ἐπιστημονικά ἰατρικά δεδομένα, ἀλλά σέ «φιλοσοφικά-κοινωνικά» καί ἰσχυρές πολιτικές πιέσεις (βλ. Καλλιόπης Προκοπάκη, παιδοψυχιάτρου, Ἰατρικά δεδομέ­να γιά τήν ὁμοφυλοφιλία, στήν ἀρχή τῆς παραγράφου μέ τίτλο «Συχνότητα», ἐν alopsis).
Καί προσέξτε τή δολιότητα —ἐνῶἀπενοχοποιοῦν τή διαστροφή συγχρόνως ἐνοχοποιοῦν τούς φυσιολογικούς ἀνθρώπους, ὅτι εἶναι «φοβικοί»—ὅπως λένε—ἀπέναντι στό «διαφορετικό».Αὐτό κι᾽ ἄν εἶναι νεοταξικό τερτίπι πού στοχεύει στήν κατεδάφιση μέσῳ τῆς «κουλτού­ρας τῆς διαφορετικότητας» —διά τῆς προώθησης στανικῶς τοῦ μοντέλου τῶν πολυθρησκευτικῶν, πολυεθνικῶν καί πολυπολιτισμικῶν κοινωνιῶν.
Μέ ἄλλα λόγια καλλιεργοῦν ἐνοχές στούς φυσιολογικούς, στούς normal ἀνθρώπους, ἐπειδή δέν εἶναι καί αὐτοί ἀν-ώμαλοι (α στερητικό καί ὁμαλός).
Καιρός ὅμως νά ποῦμε περισσότερα καί γι᾽ αὐτή τήν περιβόητη«φοβικότητα ἀπέναντι στό διαφορετικό»,μιά τεράστιας ἔκτασης προπαγάνδα τῆς ὁμοφυλοφιλικῆς κοινότητας καί εὐρύτερα τῆς νεοτα­ξίτικης μεθόδευσης γιά φίμωση καί ἐξουδετέρωση κάθε φωνῆς πού ἀσκεῖ κριτική ἐναντίον τους καί κάθε παρουσίας πού τούς δυσκολεύει.
Χαρακτηρίζουν ἐν τέλει «φοβική» κάθε προσπάθεια —ἀκόμη καί σκέψη— γιά ἄμυνα πνευματική, νομική κ.ο.κ. καί γιά αὐτο-προστασία.
Ἡ ἐκ τοῦ πονηροῦ παράλογη λογική τους λέγει περίπου τά ἑξῆς (ὄχι μόνο στό θέμα τῆς ὁμοφυλοφιλίας ἀλλά καί σέ ἄλλα, ὅπου προσπαθοῦν νά κάμψουν ἀντιδράσεις καί νά γκρεμίσουν. Λένε: «Ὁ Χριστός εἶναι ἀγάπη». Ἄρα ὅποιος ἀντιδρᾶ στό γκρέμισμα, πού προωθοῦν, δέν ἔχει ἀγάπη!
Ἤ, λένε: «Ὁ Χριστός δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό προστάτες». Ἄρα μήν ἀντιδρᾶτε σέ ὁποιαδήποτε πράξη προσβολῆς ἤ βεβήλωσής του μέσῳ μιᾶς ὑποτιθέμενης τέχνης ἤ μέ ὁποιονδήποτε ἄλλο τρόπο.
Ἀλλά ἄς ἔλθουμε στήν περίφημη «φοβικότητα» καί τήν «ὁμοφοβία».
Ἔχουν δημιουργήσει νέες λέξεις ἐφαρμόζοντας αὐτό πού λέγει ὁ Τζώρτζ Ὄργουελ στό κλασσικό βιβλίο του «1984», ὅτι «Ὅποιος ἐλέγχει τή γλώσσα ἑνός ἀνθρώπου, ἐλέγχει τίς σκέψεις τους». Δανείζομαι ἐδῶ κάποιες σκέψεις γιά τήν «ἰσλαμοφοβία καί «ὁμοφοβία» ἀπό ἄρθρο πού δημοσιεύεται στό περιοδικόΠαρακαταθήκη(τ. 95)καί εἶναι παρμένο ἀπό τό διαδίκτυο.
«Λέξεις πού φαίνονται ἑλληνικές, καί πού ἀκόμα καί ξένοι τίς χρησι­μοποιοῦν ἔτσι («xenophobia», «homophobia», «islamophobia») ἀλλά δέν γεννήθηκαν στήν Ἑλλάδα! Μάλιστα οἱ Ἕλληνες οὐδέποτε τίς ἐφηῦραν, οὐδέποτε τίς χρησιμοποίησαν, οὐδέποτε τίς γνώριζαν. Ἀπό τήν ἀρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Ἀλήθεια, δέν σᾶς προκαλεῖ ἀπορία πώς ὅλα τά «κακά» μέ τίς λέξεις πού τελειώνουν σέ «-φοβία» ἔχουν στόχο ἕναν συγκεκριμένο τύπο ἀνθρώπου;Τόν γηγενῆ δυτικό μέσο πολίτη, πού ἀγαπάει τόν τόπο του, τόν λαό του, τήν ἱστορία του, τήν κουλτούρα καί τίς παραδόσεις τοῦ λαοῦ του. Μέ λίγα λόγια τόν «ἀνησυχοῦντα» χριστιανό Εὐρωπαῖο. (Κατ᾽ αὐτούς «συντηρητικό» καί σίγουρα «μή πολιτικά ὀρθό»).
Δέν σᾶς κάνει ἐντύπωση πώς τόσοι αἰῶνες διωγμῶν χριστιανῶν στίς χῶρες τοῦ Ἰσλάμ, ἀλλά καί στίς χῶρες πού κατέκτησε τό Ἰσλάμ, ἀπό τήν ἀρχή πού πρόβαλε τό σπαθί τοῦ «προφήτη» μέχρι σήμερα καί δέν βρέθηκε ἕνας λεξιπλάστης νά μᾶς πεῖ τήν λέξη «χριστιανοφοβία»;
Αὐτός πού σφάζει χριστιανούς ΔΕΝ εἶναι «χριστιανοφοβικός». Δέν ὑπάρχει τέτοια λέξη. Ἐκεῖνος πού θέλει νά συνεχίσει νά ζεῖ ὅπως ζοῦσε μέσα στόν τόπο του καί δέν μπορεῖ νά βλέπει νά μετατρέπεται ἡ χώρα του σέ ἕνα ἰσλαμικό κράτος, εἶναι «ἰσλαμοφοβικός»! (blog redskywarning, ἄρθρο γιά ἰσλαμοφοβία-ὁμοφοβία).
Ἔτσι καί γιά τήν «ὁμοφοβία».
Ἡ λέξη «ὁμοφοβία» κατασκευάστηκε καί χρησιμοποιεῖται ἀπό τούς ὁμοφυλόφιλους ἀκτιβιστές παγκοσμίως, ὡςἕνα σημασιολογικό ὅπλο στόν πολιτιστικό πόλεμο.
«Ὁμοφοβία», σημαίνει γι᾽ αὐτούς τόν παράλογο φόβο, πού ἀναπτύσ­σουν οἱ νορμάλ ἄνθρωποι μπροστά στήν ἀγάπη τῶν ὁμοφυ­λόφιλων πρός τό ἴδιο φύλο. Καί παρεμπιπτόντως: Οἱ gay, ὁμοφυλόφιλοι, λεσβίες κ.λπ. δέν ἔχουν ἑτερο-φοβία;;; Γιατί αὐτοί δέν εἶναι ἑτεροφοβικοί καί εἴμαστε ἐμεῖς ὁμοφοβικοί;
Γιά τούς ὁμοφυλόφιλους ἀκτιβιστές, ἡ ἠθική ἀντίθεση στήν ὁμοφυλοφιλία εἶναι μιά «φοβία». Ἀκόμη καί μιά ψυχική ἀσθένεια. Ἀλήθεια, αὐτό δέν εἶναι «ρατσισμός» καί φασισμός στή σκέψη (γιά νά χρησιμοποιήσουμε τή δική τους ὁρολογία); Ποῦ εἶναι ἡ ἐλευθερία στήν ἔκφραση γιά τήν ὁποία φωνασκοῦν; Καί, προσέξτε, τήν ἀντιστροφή πού πᾶνε νά ἐπιβάλουν. Ἐκεῖ πού θεωροῦνταν παρέκκλιση καί ψυχική διαταραχή ἡ ὁμοφυλοφιλία, τώρα πᾶνε νά παρουσιάσουν ὡς ψυχική ἀσθένεια τήν ἀντίθεση τῶν νορμάλ ἀνθρώπων στό πάθος τους!
Ὅσοι ὅμως —δόξα τῷ Θεῷ— δέν ἤπιαμε, οὔτε θά πιοῦμε ἀπό τό τρελλό νερό, γιά τό ὁποῖο λέγει ὁ Φώτης Κόντογλου, καί συνεπῶς ἔχουμε τό μυαλό μας στή θέση του καί τό φρόνημά μας δέν ἔχει ἀλλοιωθεῖ οὔτε διαστραφεῖ ἀπό τήν νεοεποχίτικη καί νεοταξική προπαγάνδα, συνει­δητοποιοῦμε ὅτι «Ὁ σεξουαλικός προσανατολισμός δέν ἀποτελεῖ μιά ποιότητα συγκρίσιμη μέ τή φυλή, τήν ἐθνοτική προέλευση κ.λπ. σέ σχέση μέ τήν ἐξάλειψη τῶν διακρίσεων. Σέ ἀντίθεση μέ αὐτά, ὁ ὁμοφυλοφιλικός προσανατολισμός ἀποτελεῖ μιά ἀντικειμενική διαταραχή καί προκαλεῖ ἠθική ἀνησυχία». (βλ.Παρακαταθήκη, τ. 95 σ. 9)
Ἐπίσης καταλαβαίνουμε ὅτι οἱ ἐκ τοῦ πονηροῦ παράλογες ἀξιώσεις τῶν ὁμοφυλοφίλων ἀκτιβιστῶν, πού διεκδικοῦν ἀνύπαρκτα δικαιώματα, θά δημιουργήσουν καταστάσεις ὀξύμωρες, ὅπου ἐν τέλει τά «δικαιώματα» τῆς ἐσχάτης μειοψηφίας μέσα στήν κοινωνία (τῆς μειοψηφίας τῶν ὁμοφυ­λοφίλων) θά παραβιάζουν κατάφωρα τά πραγματικά δικαιώματα τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῶν normal ἀνθρώπων.
Σύμφωνα μέ τίς στατιστικές οἱ ὁμοφυλόφιλοι τοὐλάχιστον στίς Η.Π.Α., εἶναι μία ἐλάχιστη μειοψηφία τοῦ 1,3% γιά τίς γυναῖκες καί τοῦ 2,7% γιά τούς ἄνδρες (βλ. Καλλιόπης Προκοπάκη, ἐνθ᾽ ἀνωτ.). Καί μιά καί ὁ λόγος γιά στατιστικές, νά ποῦμε ἐπίσης ὅτι σύμφωνα μέ τήν ἴδια ἔρευνα στίς Η.Π.Α. ἀνάμεσα σέ ἄτομα πού σύχναζαν σέ χώρους διασκέδασης ὁμοφυλοφίλων τό 72% τῶν ὁμοφυλοφίλων ἀνδρῶν ἀνέφεραν πάνω ἀπό 100 ἐρωτικούς συντρόφους, τό 41% πάνω ἀπό 500 καί τό 27% πάνω 1000! Ἐνῶ τό 74% ἀνέφερε ὅτι οἱ περισσότεροι ἀπό τούς μισούς ἐρωτικοί σύντροφοι, τούς ἦταν ἄγνωστοι (βλ. Προκοπάκη, ἐνθ᾽ ἀνωτ.). Τά λέμε αὐτά γιά νά φανεῖ ἀκόμη πιό ἔντονα ὁ χαρακτηρισμός τοῦ βδελυκτοῦ, πού δώσαμε ἀπό τήν ἀρχή γιά τό πάθος τῆς ὁμοφυλοφιλίας. Ὁ χαρακτηρισμός δέν εἶναι μόνο δικός μας ἀλλά τῶν Ἁγίων.
Ἀλλά ἄς ἐπανέλθουμε στίς συνέπειες τῶν παραλογισμῶν γιά «δικαιώ­ματα», πού διεκδικοῦν ὡς «μειονότητα» οἱ ὁμοφυλόφιλοι παγκοσμίως καί ἐδῶ. Ἄς δοῦμε τί γίνεται στίς Η.Π.Α. Ὅπως διαβάζουμε, ἐκεῖ, βάσει τῆς νομοθεσίας γιά ἐξάλειψη τῶν διακρίσεων, οἱ ἐργοδότες θά προτιμοῦσαν νά ἀπολύσουν ἀπό τή δουλειά ὁποιονδήποτε ἄλλον ἐκτός ἀπό ὁμοφυλόφιλους —τό ἴδιο περίπου ἰσχύει καί γιά τούς ἔγχρωμους— διότι οἱ ὁμοφυλόφιλοι θά ἰσχυρίζονταν ὅτι ἔπεσαν θύματα διακρίσεων καί ἔτσι ὁ ἐργοδότης θά εὕρισκε τό μπελά του! Ὁπότε ὁ ὁμοφυλοφιλικός προσανατολισμός γίνεται πηγή «θετικῶν δικαιωμάτων» ὑπέρ αὐτοῦ. Τοῦτο ὅμως σημαίνει ὅτι πλέον περνᾶμε σέ μία φάση κραυγαλέας ἀνισότητας εἰς βάρος τώρα τῶν φυσιο­λογικῶν ἀνθρώπων! Ἤ μπορεῖ νά φθάσουμε στό σημεῖο νά δηλώνει κά­ποιος «ὁμοφυλόφιλος» γιά νά βρεῖ δουλειά, ἀφοῦ θά ὑποχρεοῦται ὁ ἐργοδότης νά προσλάβει ἄτομα, σέ συγκεκριμένο ποσοστό, καί ἀπό μειονότητες, ἔστω καί ἄν οἱ προσλαμβανόμενοι δέν ἔχουν ἀντικειμενικά τά προσόντα γιά τή δουλειά στήν ὁποία προσλαμβάνονται!
Οἱ ἀντιφάσεις τῶν ψευδο-προοδευτικῶν
Ἀλλά ἄς δοῦμε καί μία ἄλλη διάσταση τοῦ θέματος, εἰδικά ὡς πρός τίς ἐκδηλώσεις τῆς λεγομένης «ὁμοφυλοφιλικῆς ὑπερηφάνειας» καί τῆς ἐπαίσχυντης παρέλασης. Ἄς δοῦμε τίς ἀντιφάσεις τῶν ψευδο-προοδευτικῶν.
α)Ὑπερηφάνεια γιά ποιό πράγμα; Γιά τήν πτώση, τήν ἁμαρτία, τή διαστροφή, γιά τίς «πομπές», δηλαδή τά αἴσχη! Λένε στήν Κέρκυρα: «Βγῆκε ἡ πομπή στό δρόμο». Ἀκριβῶς περί αὐτοῦ πρόκειται.
Ὁ δήμαρχος Θεσσαλονίκης Μπουτάρης, θά ἀνοίξει τήν ἐδῶ παρέλαση τῆς ντροπῆς, καί εἶναι φυσικό, ἀφοῦ ὁ ἴδιος εἶχε δηλώσει, παλαιότερα ὅτι: «Φυσικά καί ἔχω gay φίλους. Κατανοῶ ἔμφυτα τή διαφορετικότητα, γιατί ἀπό ἕνα σημεῖο καί ἔπειτα καί ἐγώ ἐγκατέλεψα τήν πεπατημένη [σημ. δική μας: δηλαδή τίς φυσιολογικές σαρκικές σχέσεις] καί γνώρισα τίς χαρές καί τίς δυσκολίες αὐτῆς τῆς ἐπιλογῆς» [δηλ. τῆς ὁμοφυλοφιλίας] (ἀπό συνέντευξή του στό περιοδικό Screw, τήν ὁποία ἀποκαλύπτει τό ὀρθόδοξο ἐπιστημονικό περιοδικό «Θεοδρομία» (ΙΕ´, τ. 2, Ἀπρ.-Ἰούνιος 2013, σ. 166). Στηρίζει, λοιπόν, προβάλλει καί χρηματοδοτεῖ ἀπό τόν προϋπολογισμό τοῦ Δήμου Θεσσαλονίκης (δηλ. μέ χρήματα τῶν Θεσσαλονικέων) τήν ἐκδήλωση πού ντροπιάζει τήν πόλη τοῦ Ἁγίου Δημητρίου.
Δεῖτε ὅμως τήν κραυγαλέα ἐκ τοῦ πονηροῦ ἀντίφαση. «Παρέλαση —λέγει— ὑπερηφάνειας». Ἄν δηλώσεις ὅτι εἶναι ὑπερήφανος γιά τήν πατρίδα σου, οἱ ἐντός εἰσαγωγικῶν προοδευτικοί θά σέ ὀνομάσουν ἐθνικιστή, ρατσιστή καί τόσα ἄλλα.
Ἄν πεῖς ὅτι εἶσαι ὑπερήφανος πού εἶσαι ὀρθόδοξος, θά σέ χαρα­κτηρίσουν μέ τόσα καί ἄλλα τόσα ἐπίθετα.
Αὐτοί ὅμως πού δαιμονικά ὑπερηφανεύονται γιά τό συχαμερό πάθος τους δέν εἶναι «ρατσιστές» ἀλλά «προοδευτικοί» καί «ἀπελευθερωμένοι». Εἴπαμε νωρίτερα γιά τή «γλῶσσα» (newspeak) τῆς Νέας Τάξης, πού ἀλλάζει τό νόημα τῶν λέξεων.
β)Καί ἐπιπλέον, ἀφοῦ ὑπερηφανεύονται, γι᾽ αὐτό πού εἶναι καί γι᾽αὐτό πού  κάνουν, γιατί ἄραγε κάποιους θά τούς πείραζε, ἄν τούς ὀνομάσει κανείς μέ τή γνωστή λέξη πού χρησιμοποιεῖ ὁ λαός μας γιά τό πάθος τους; Φαντασθεῖτε νά χαρακτηρίσει κάποιος σ᾽ἕνα ἄρθρο μ᾽αὐτή τή λέξη π.χ. τούς τοπικούς ἄρχοντες, πού ἐδῶ καί στήν Ἀθήνα τούς ἔχουν ὑπό τήν ὑψηλή τους προστασία καί χρηματοδότηση. Τήν ἄλλη μέρα θά τοῦ κάνουν δέκα μηνύσες καί ἀγωγές καί θά ζητοῦν ἑκατομμύρια γιά ἀποζημίωση. Δέν εἶναι ἀντίφαση αὐτό;
γ)Προσέξτε καί μία ἄλλη ἀντίφαση τῶν ψευδο-προοδευτικῶν. Γιά τίς παρελάσεις, πού γίνονται στίς ἐθνικές ἐπετείους 28ης Ὀκτωβρίου καί 25ης Μαρτίου, τί δηλητήριο χύνουν! Ἐκεῖνες οἱ παρελάσεις εἶναι «κακές». Ἐδῶ γιατί εἶναι ὑπέρ τῶν παρελάσεων;  Γιατί αὐτές εἶναι «καλές»; Ἄν ἦταν συνεπεῖς πρός τόν ἑαυτό τους, θά ἔπρεπε νά εἶναι ἐναντίον ὅλων τῶν παρελάσεων καί ὄχι ἐπιλεκτικά τίς μέν νά πολεμοῦν, ἐνῶ αὐτές ἐδῶ, τίς παρελάσεις τῆς ντροπῆς, νά χειροκροτοῦν.
δ)Οἱ «εὐαίσθητοι» στήν προστασία τῶν «εὐαίσθητων προσωπικῶν δεδομένων» —θυμᾶστε τούς Σταθόπουλο καί Δαφέρμο καί τήν ἀπαγόρευση ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες, πού ἀποφασίσθηκε ἐπί κυβερνήσεως Σημίτη, γιά νά μήν παραβιάζονται —λέγει— τά εὐαίσθητα προσωπικά δεδομένα—γιατί ἐδῶ δέν διαμαρτύρονται; Ποῦ πῆγε τώρα ἡ «εὐαισθησία» τους; Γιατί οἱ ὁμοφυλόφιλοι ἀποκαλύπτουν, καί μάλιστα μέ τόσο θορυβώδη καί προκλητικό τρόπο, τά εὐαίσθητα προσωπικά δεδομένα τοῦ σεξουαλικοῦ τους προσαναταλισμοῦ;
ε)Οἱ «εὐαίσθητοι» (ὅπως βλέπετε, ἔχουμε γεμίσει μέ «εὐαίσθητους») —καί καλά κάνουν— στήν πάταξη τῆς παιδικῆς πορνογραφίας, ἐδῶ γιατί σιωποῦν; Πῶς ὅμως νά ἔρθουν σέ ἀντίθεση μέ τόν ἴδιο τους τόν ἑαυτό; Διότι αὐτοί, πού κλαψουρίζουν ὑποκριτικά γιά τήν ἔξαρση τῆς παιδικῆς πορνογραφίας, εἶναι αὐτοί οἱ ἴδιοι πού προωθοῦν μέσῳ τηλεόρασης, διαφήμισης κλπ. ὅλη αὐτή τήν κατάσταση τοῦ ἐκφυλισμοῦ. Διότι, διαφημίζοντας τήν ὁμοφυλοφιλία, προωθεῖς ἐμμέσως πλήν σαφῶς καί τήν παιδεραστία ἤ παιδοφιλία, ὅπως τή λένε τώρα.
στ)Οἱ ψευδο-προοδευτικοί κόπτονται γιά τό περιβάλλον καί τήν προστασία του —καί ἐμεῖς συμφωνοῦμε στήν προστασία τοῦ περιβάλλοντος— οἱ ἴδιοι ὅμως μολύνουν συνειδητά τό πνευματικό περιβάλλον, δηλαδή τίς ἀξίες, τούς ὑγιεῖς θεσμούς καί ὅλα αὐτά τά ὁποῖα χρειάζονται γιά νά ζήσουν τά παιδιά μας καί οἱ ἑπόμενες γενιές.
ζ)Αὐτοί οἱ ἴδιοι πού φωνασκοῦν γιά τή δημοκρατία καί τήν ἐλευθερία ἔκφρασης, (ἐκεῖ μόνο πού συμφωνοῦν ἤ τούς συμφέρει), ἐφαρμόζουν τόν πιό καραμπινᾶτο φασισμό, τή φίμωση τῆς ἐλεύθερης ἔκφρασης καί τήν πνευματική τρομοκρατία ἐκεῖ πού διαφωνοῦν. ῾Ωραία δημοκρατία!
Τό παράδειγμα εἶναι ζεστό καί ἔχει σχέση μέ τήν ἐκδήλωσή μας. Κατέβασαν τήν ἴδια μέρα ἀπό τό You Tube τό βίντεο πού καλοῦσε ὅλους ἐσᾶς στήν ἀποψινή μας ἐκδήλωση. Ἡ αἰτιολογία —μνημεῖο πραγματικοῦ φασισμοῦ— ἦταν ἡ ἑξῆς: «Αὐτό τό βίντεο ἔχει καταργηθεῖ ἐξαιτίας παραβίασης τῆς πολιτικῆς τοῦ You Tube, πού ἀπαγορεύει τήρητορική μίσους». Ἐάν λοιπόν αὐτό πού διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας, αὐτό πού ἀσπάζονται οἱ τίμιοι, νουνεχεῖς, ὁμαλοί ἄνθρωποι, οἰκογενειάρχες καί νοικοκυραῖοι εἶναι «ρητορική μίσους», τότε ὁ φανατισμός, ἡ μή ἀνοχή τῆς ἄλλης ἄποψης καί ἡ ἀκραία ἐπιθετικότητα τῆς ἀνωμαλίας πού παρελαύνει, τί εἶναι;

Ἀπαντήσεις σέ πιθανές ἐνστάσεις—ἐρωτήσεις
1)Ἡ Ὁμοφυλοφιλία —λένε— ἦταν διαδεδομένη καί στήν ἀρχαία Ἑλλάδα
Ἀπάντηση: α) Ἡ Ἀρχαία Ἑλλάδα δέν ἐγνώριζε τόν ἀληθινό Θεό καί β) Αὐτό πού δέν λένε, ὅσοι ἀναφέρουν τό παραπάνω ψευδο-ἐπιχείρημα, εἶναι ὅτι στήν Ἀρχαία Ἑλλάδα οἱ ὁμοφυλόφιλοι ἐστεροῦντο τῶν πολιτικῶν τους δικαιωμάτων. Τό ξέρατε αὐτό; Γιατί ἄραγε τούς ἀφαιροῦσαν τά πολιτικά τους δικαιώματα, ἐάν ἐνέκριναν τή συμπεριφορά τους;
2)Ὑπάρχει —λένε— ὁμοφυλοφιλία καί στά ζῶα· ἄρα εἶναι «φυσιολογικό»
Ἀπάντηση: Αὐτό κι ἄν εἶναι ψευδοεπιχείρημα. Ἀλοίμονο ἄν πρότυπό μας εἶναι τά ζῶα. Γι᾽ αὐτό φτάσαμε ἐδῶ πού φτάσαμε. Ἀλλά στά ζῶα ὑπάρχει καί ἡ παιδοκτονία. Θά τήν υἱοθετήσουμε καί αὐτή ὡς φυσιολογική;
3)Λένε κάποιοι: Καί μέσα στόν κλῆρο ὑπάρχουν τέτοιες περιπτώσεις
Ἐδῶ ἀπαντοῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἐκφράζεται αὐθεντικά ἀπό τούς ἁ­γίους. Ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Καί εἴπαμε στήν ἀρχή τῆς ὁμιλίας μας ποιά εἶναι ἡ ξεκάθαρη θέση τῆς Ἐκκλησίας πάνω σ᾽ αὐτό τό θέμα. Τήν Ἐκκλησία δέν τήν ἐκφράζουν αὐτοί πού τήν προδίδουν ἤ τήν ντροπιάζουν. Οἱ περιπτώσεις αὐτές, ἐφ᾽ ὅσον ὑπάρχουν μέσα στόν κλῆρο θά πρέπει νά ἀντιμετωπισθοῦν δεόντως. Αὐτό σημαίνει, μέ βάση τούς ἱερούς κανόνες, νά ἀφήσουν οἱ ἔκφυλοι τήν ἱερωσύνη καί νά πᾶνε νά μετανοήσουν.
λλά ἄς ὁδηγήσουμε τόν λόγο μας πρός τό τέλος του.
Σεβαστοί μου πατέρες καί ἀγαπητοί Θεσσαλονικεῖς,
Ὅπως φάνηκε, πιστεύω, ἀπό τίς ἀναλύσεις, πού προηγήθηκαν, ἐδῶ ἔχουμε νά κάνουμε μέ ἕνα ἐξόχως ἐπικίνδυνο νεοταξικό παιχνίδι, πού στοχεύει στή διάλυση τῆς κοινωνίας. Ὅταν τό συχαμερό γιά τόν Θεό πάθος τῆς ὁμοφυλοφιλίας προβάλλεται τόσο ἔντονα καί συντονισμένα καί ἔχει τόσο ὑψηλούς προστάτες, ἔ, τότε δέν πρόκειται μόνο γιά ἕνα θέμα ἠθικῆς μέ τή στενή ἔννοια τῆς λέξης, ἀλλά καί γιά ἕνα θέμα πολιτικῆς. Νά θυμίσω ὅτι τήν παρέλαση τῆς ντροπῆς πέρυσι στήν Ἀθήνα τήν προέβαλε σκανδαλωδῶς μέσῳ Δελτίων Τύπου καί e-mails ἡ Ἀμερικανική πρεσβεία, παρακαλῶ, ἐνῶ ἐφέτος, πρίν ἀπό μία ἑβδομάδα, ἡ παρέλαση στήν Ἀθήνα ἐκτός ἀπό τήν ἀπαράδεκτη στήριξη Καμίνη, Δούρου (ἐδῶ Μπουτάρη) καί «προοδευτικῶν» δυνάμεων ἀπό τόν χῶρο τῶν πολιτικῶν καί δημοτικῶν σχηματισμῶν, εἶχε καί τήνἐπίσημη στήριξηἔνδεκα (11), παρακαλῶ, πρεσβειῶν (δηλαδή τῶν κυβερνήσεών τους) στήν Ἀθήνα καί ὄχι τυχαίων: Τῶν πρεσβειῶν Η.Π.Α., Καναδᾶ, Ἀγγλίας, Γαλλίας, Ὁλλανδίας, Βελγίου, Ἰρλανδίας, Νορβηγίας, Σουηδίας, Φινλανδίας καί Δανίας! Δέν σᾶς προβληματίζει τό γιατί;
Τί πρέπει νά γίνει — Ἐπίλογος
Καί φθάσαμε στό τέλος τοῦ λόγου, πού πρέπει ὅμως νά ἀποτελέσει ἀρχή γιά συγκεκριμένες ἀποφάσεις καί πράξεις.
1)Πρέπει πρῶτα-πρῶτα νά καταγγελθοῦν τά νεοταξικά παιχνίδια ἀποδόμησης πού παίζονται μέ ἐργαλεῖο τό μισόθεο πάθος τῆς ὁμοφυ­λοφιλίας, σημάδι καί χαρακτηριστικό γνώρισμα τῶν ἐσχάτων καιρῶν.
2)Ἐπειδή ἐδῶ ἔχουμε κατάφωρη παραβίαση καί τῶν νόμων, πού προστατεύουν τή δημοσία αἰδῶ καί τήν εὐαίσθητη παιδική ἡλικία, θά πρέπει νά κινηθοῦν πάραυτα καί ἀπό τόν εἰσαγγελέα οἱ ἀνάλογες διώξεις.
3) Πρέπει νά καταγγελθοῦν εὐθέως ὅλα τά νεοταξικά γιουσουφάκια, οἱ ὀρντινάντσες καί οἱ πάτρονές τους. Δύο πράγματα διαφημίζονται σκανδαλωδῶς στή Δύση σήμερα: Τό ἰσλάμ καί ἡ ὁμοφυλοφιλία! Ἡ προβολή τοῦ Ἰσλάμ πηγαίνει παράλληλα μέ τή διαφήμιση, μέ κάθε τρόπο, τῆς διαστροφῆς τῆς ὁμοφυλοφιλίας καί τήν προπετῆ διεκδίκηση ἐξωφρενικῶν «δικαιωμάτων», ὅπως ὁ γάμος ὁμοφυλοφίλων καί ἡ υἱοθεσία παιδιῶν ἀπό ζευγάρια ὁμοφυλοφίλων. Ἡ ἀποστατημένη Δύση ἔχει ξεφύγει τόσο πολύ, ὥστε ἔφθασαν στό σημεῖο Ἀγγλικανοί καί Προτεστάντες νά χειροτονοῦν ὁμοφυλόφιλους ἄνδρες καί γυναῖκες, πάστορες καί παστορίνες, ἐπισκόπους καί ἐπισκοπίνες. Τό λεγόμενο Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.) ἤ πιό σωστά τῶν αἱρέσεων, κάνει τά τελευταῖα χρόνια στά ἐπίσημα κείμενά του προσπάθεια θεολογικῆς κατοχύρωσης (!) τοῦ δικαιώματος στήν ὁμοφυ­λοφιλία.
Στούς παπικούς πάλι εἶναι γνωστά τά καθημερινά σκάνδαλα παιδοφιλίας μέ πρωταγωνιστές παπικούς κληρικούς.
Ὁ πάπας πρίν πάει στά Ἱεροσόλυμα, στό τέλος τοῦ παρελθόντος Μαΐου, ὅπου συναντήθηκε μέ τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, (συνάντηση, πού δικαιολογημένα σκανδάλισε τούς Ὀρθοδόξους, μέ ὅσα ἀπαράδεκτα ἐλέχθησαν καί ἐπράχθησαν ἐκεῖ), ἀσπάσθηκε στήν Ἰταλία τό χέρι ἑνός γνωστοῦ ὁμοφυλόφιλου ἀκτιβιστῆ παπικοῦ παπᾶ καί συλλειτούργησε μαζί του. Ἡ ἀποστασία ἐν πλήρει δράσει. Καί δυστυχῶς καί οἱ δικοί μας συνεργοῦν στήν ἀποστασία τῆς Δύσης μέ ἀπαράδεκτες οἰκουμενιστικές δηλώσεις καί συμπροσευχές.
4)Πρέπει ὅλοι νά συνειδητοποιήσουν ὅτι ἡ μισόθεη λαίλαπα τῆς ὁμοφυλοφιλίας διώχνει ὅσο τίποτε ἄλλο τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο καί τίς κοινωνίες καί τότε ἔρχεται ἡ ἐρήμωση (πνευματική καί φυσική) καί ἡ κατάρα, πού φέρνει ὁ ἀνθρωποκτόνος καί μισόκαλος διάβολος. Αὐτό ἔγινε στά Σόδομα καί στά Γόμορα. Αὐτό θά γίνει μέ μαθηματική ἀκρίβεια καί στά σύγχρονα Σόδομα καί Γόμορα, ἄν δέν ὑπάρξει στροφή 180 μοιρῶν. Τά Σόδομα καί τά Γόμορα πλήρωσαν μέ τήν καταστροφή τους τό ἐντός εἰσαγωγικῶν δικαίωμα στή διαφορετικότητα, ὅπως θέλουν νά τό ὀνομάζουν σήμερα.
«Οὐ μή ἐμμείνῃ τό πνεῦμα μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις διά τό εἶναι αὐτούς σάρκας», λέγει ἡ Ἁγία Γραφή στό κεφάλαιο πού ἀναφέρεται στήν καταστροφή τῶν Σοδόμων καί τῶν Γομόρων. Δηλαδή ἡ ὑποδούλωση τοῦ ἀνθρώπου στά σαρκικά πάθη, καί μάλιστα στό βδελυκτό πάθος τῆς ὁμοφυλοφιλίας, διώχνει περισσότερο ἀπό κάθε τι ἄλλο τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο καί τήν κοινωνία. Καί μή σπεύσουν κάποιοι νά ποῦν γιά τιμωρό Θεό, γιατί ὁ ἄνθρωπος αὐτο-παραδίδεται στήν καταστρο­φή, πού τοῦ ἐπιφυλάσσει ὁ διάβολος, ὅταν συνειδητά ἀποστατεῖ ἀπό τόν ἀληθινό Θεό.
Γι᾽ αὐτό τώρα —σήμερα καί ὄχι αὔριο— ἄν δέν ἀλλάξουμε γραμμή ὡς κοινωνία, ἄν δέν μετανοήσουμε καί ἄν δέν ἀντιδράσουμε στήν προκλητική ἐπέλαση τῆς ἀνομίας καί τῆς διαστροφῆς, μήν παραπονούμαστε αὔριο ἄν ζητοῦν οἱ διεφθαρμένοι καί πονηροί νά «μορφώσουν», σύμφωνα μέ τό δικό τους «κουσούρι» καί τά δικά μας παιδιά καί ὁλόκληρη τήν κοινωνία· γιατί αὐτό θά γίνει ἄν τούς ἀναγνωρισθεῖ, ὅπως πιέζουν, καί δικαίωμα γάμου καί υἱοθεσίας παιδιῶν.
Ἄς δώσουμε, λοιπόν σήμερα τήν καλή μας μαρτυρία (τή μαρτυρία πού εὐλογεῖ ὁ Θεός) τῆς ἐναντίωσης στό ἔργο τῆς καταστροφῆς, γιά νά ἐξασφαλίσουμε στά παιδιά μας, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἕνα ὑγιές πνευματικό περιβάλλον καί στήν πατρίδα μας, τή χώρα τῶν ἀναρίθμητων ἁγίων, μαρτύρων καί ἡρώων, ἕνα μέλλον ἀντάξιο τῆς Ἱστορίας της.



Read more:http://www.egolpion.com/vliagoftis_gaypride.el.aspx#ixzz49Tl5Mkwa

ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ: Τέχνη και θρησκεία σαν τομείς, αλλά και παράγοντες του πνευματικού βίου και πολιτισμού.


ΤΕΧΝΗ  ΚΑΙ  ΘΡΗΣΚΕΙΑ:
Τέχνη και θρησκεία σαν τομείς, 
αλλά και παράγοντες του πνευματικού βίου και πολιτισμού.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΟΣ - ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ


   Ως γνωστόν, ο πολιτισμός δημιουργείται αφενός μεν απ’ την προσπάθεια του ανθρώπου να υποτάξει τη φύση στη θέλησή του και, αφετέρου, απ’ την ανάγκη του να εξωτερικεύσει και εκφράσει τον εαυτό του, δηλαδή, τον εσωτερικό πλούτο των βιωμάτων του.
Έτσι, απ’ τη μια, ο άνθρωπος αιχμαλώτισε μεν τις δυνάμεις της φύσης θέτοντάς τες στην υπηρεσία του και κατέβασε την αστραπή απ’ τον ουρανό αναγκάζοντάς την να εξυπηρετήσει τους δικούς του φυσικούς και υλικούς στόχους και σκοπούς.
Αλλ’ εάν τα υλικά, κοινωνικά και πολιτικά ενδιαφέροντα δεν αρκούν στον άνθρωπο για την ικανοποίησή του, αυτό σημαίνει ότι παρά την πιθανή χρονική τους προτεραιότητα, επουδενί όμως έχουν αυτά και αξιολογικήν τοιαύτην έναντι των ψυχικών και πνευματικών αναζητήσεών του.
Απ’ την άλλη, νοιώθοντας ο άνθρωπος την ανάγκη να εκφράσει τον πλούτο της ψυχής του, εδημιούργησε το λεγόμενο πνευματικό βίον και πολιτισμόν, στον οποίο, πλην των άλλων ανήκει η θρησκεία και η τέχνη.
Και η μεν θρησκεία αποτελεί τον πρωταρχικότατον, αρχαιότατον, σημαντικότατον, και ευρύτατον τομέα του ανθρώπινου πολιτισμού, κατά τινας δε περιέκλειε εξ’ αρχής μέσα της και την τέχνη, πριν δηλαδή αυτή αποσπασθεί από εκείνην, διατηρήσασα όμως πάντα στενόν και δη και οργανικόν δεσμόν, δεδομένου ότι στην ιστορία δεν συναντάμε ούτε «άθρησκον», ούτε «άτεχνον» λαόν. Έτσι, οι μεγάλες συνθέσεις, τα πλήρη νοήματος σύμβολα της θρησκείας, τα αριστουργήματα της ποίησης, των εικαστικών τεχνών, της μουσικής, αποτελούν έκφραση ή αισθητοποίηση, ιδανικών σκοπών και ιδεών, που  επιζητούμε να τις πραγματώσουμε, μια προσπάθεια δηλαδή προς εξωτερίκευση και της ουσίας της φύσης μας, αλλά και της νοσταλγίας μας για το χαμένο παράδεισο που πανανθρώπινα την κρύβουμε στο βάθος του στήθους μας, καθώς και εκείνου του πανανθρώπινου ασίγαστου πόθου για λυτρωμό. Απ’ αυτόν τον πνευματικό πολιτισμό είναι που αντλούμε και το περιεχόμενο της ύπαρξής μας. Η επαφή μαζί του μορφώνει την ψυχή μας.
Χωρίς αυτόν, δηλαδή, χωρίς το πνεύμα, ο άνθρωπος θα φυτοζωούσε. Περαιτέρω, όπως υπαινιχθήκαμε ήδη, τον πνευματικόν αυτόν πολιτισμό τον διαστέλλομεν σε υποκειμενικόν και αντικειμενικόν. Με τον πρώτο έχομεν ως περιεχόμενον της ψυχής μας, είτε δηλαδή ως βιώματα, είτε ως ανέκφραστα ιδανικά, τις αξίες του ωραίου, του αληθούς, του αγαθού, του αγίου και οσίου, του ιερού και τέλος του ίδιου του Θεού. Με τον δεύτερο, αισθητοποιούμε διά της τέχνης και της θρησκείας αυτές τις αξίες, εκφράζουμε, δηλαδή, με αισθητές μορφές τα αξιολογικά μας βιώματα και ιδανικά.
Ωστόσον, αποτελεί οικτρήν πλάνη να νομίζουμε ότι τάχα πραγματικό είναι μόνον ό,τι κατέχουμε με τις αισθήσεις και τη νόηση καθώς και με την αυστηρή λογική.
Πρόκειται για πρόληψη που περιορίζει την πραγματικότητα σε δύο μόνο διαστάσεις, την αισθητή και λογική, αντί της τρισδιάστατης, και ελαττώνοντάς την σε δύο μόνο διαστάσεις γεννά τον πνευματικό εκείνο, μαρασμό, που αποξενώνει από τον κόσμο της τέχνης, της ηθικής και της θρησκείας.
Ωστόσον, ο άνθρωπος, κατά τον Πασκάλ, υπερβάλλει τον άνθρωπο: προσπαθώντας δηλαδή να ξεπεράσει τον εαυτό του, υποτάσεται εκ ευρύτερο, ανώτερο ορίζοντα του κόσμου του. Είναι συγκεκριμένα μια εσωτερική ανάγκη του να υπερπηδήσει τους φραγμούς και τα όρια που του θέτουν τόσον η ατομικότητά του όσον και ο κόσμος. Ηθικά τώρα κατέχεται αυτός από την ανάγκη τελειοποίησης και συναισθάνεται ότι απ’ τη στιγμή που θα πάψει να γίνεται καλύτερος, παύει να είναι και απλά καλός. Νορβηγός ψυχολόγος ονομάζει αυτήν την τάση του ανθρώπου «ορμήν προς υπερχώρηση». Αυτή η τελευταία εμφανίζεται παραστατικότερα στο χώρο της τέχνης αλλά και της θρησκείας: Είναι η ίδια τάση για επέκταση, για διάνοιξη προοπτικής. Προκειμένου, μάλιστα, ειδικά για την τέχνη, ο Ίψεν είναι που μιλάει για μια «ορμή προς απόπλουν», για αποδέσμευση επομένως στην πορεία προς το απεριόριστο, κάτι που διαστέλλει τον άνθρωπο από τα ζώα, τα οποία δέσμια στο φυσικό τους περιβάλλον, υπακούνε από ανάγκη στις ορμές τους, αγνοούν τη σύγκρουση με το περιβάλλον, δεν πάσχουν από εσωτερική διάσπαση, ουδέποτε αισθάνονται την ανάγκη να υπερπηδήσουν φυσικά όρια και φραγμούς. Ενώ ο άνθρωπος από της εμφανίσεώς του στη γη, προσπαθεί να μετασχηματίσει τη φύση σύμφωνα με τους σκοπούς του και να δημιουργήσει πολιτισμό ανερχόμενος σε ανώτερη και κατά το δυνατόν ελεύθερη μορφή ύπαρξης.
Στο αντίστοιχα θρησκευτικό, λοιπόν, λεξιλόγιο ονομάζουμε αυτήν την τάση του ανθρώπου «ορμήν προς λύτρωση»: Ο κόσμος, δηλαδή, και η ζωή είναι όλο αντινομίες και αντιφάσεις, και οι ευγενέστεροι πόθοι μας συγκρούονται με τα ποικίλα ιδεώδη, και όχι σπάνια νιώθουμε τον κόσμο και τη ζωή σαν κάτι το ξένο ή και εχθρικό, σαν κάτι το στενό, περιορισμένο και γι’ αυτό πνιγηρό, ως κάτι επουσιώδες που όμως συγκρούεται με την εσώτερη, την αληθινή μας φύση. Εναντίον, λοιπόν, αυτής της πραγματικότητας αντιδρούμε με την τέχνη και τη θρησκεία. Και η μεν τέχνη μας υψώνει σ’ ένα ανώτερο, εξωραϊσμένο κόσμο. Σ’ όλα αυτά συνηχεί ένας τόνος λυτρωμού, ώστε κάποιοι μπόρεσαν να πουν ότι κατά βάθος όλα στο σύμπαν και όχι μόνον ο άνθρωπος, κινούνται από τον πόθο προς απολύτρωση, κάτι σαν δυνάμει ενός συμπαντικού νόμου. Αλλ’ ο τρόπος της τέχνης είναι ανεπαρκής για να οδηγήσει στην τελική λύτρωση. Η τέχνη ανακουφίζει μεν, αλλά κατά κάποιον τρόπο σαν με αναλγητικά και προ παντός όχι μόνιμα. Ο κόσμος στον οποίο πράγματι αυτή ανυψώνει τον άνθρωπο υπάρχει μόνο στη φαντασία του δημιουργού-καλλιτέχνη, είναι δε κόσμος πλασματικός και τον συνοδεύει το συναίσθημα της παροδικότητας και σ’ αυτή βέβαια τη ζωή αλλά και προ παντός όταν ο θάνατος θέτει τέρμα στην καλλιτεχνική δράση και μ’ αυτό τον τρόπο της αφαιρεί και κάθε γήινο νόημα. Έτσι το μόνο αποτελεσματικό μέσον προς λυτρωμό παραμένει η θρησκεία. Ο κόσμος στον οποίον αυτή ανυψώνει τον άνθρωπο, τουλάχιστον κατά τον ισχυρισμό της, είναι εκείνος του ζωντανού θεού και προς αυτόν μπορεί να επικοινωνήσει η ανθρώπινη ψυχή σαν ένα εγώ προς ένα προσωπικό και απόλυτον Συ, αυτό δε το τελευταίον ευρύνει την ψυχήν και της χαρίζει αρμονίαν, ειρήνη και γαλήνη. Ο κόσμος, έπειτα της θρησκείας είναι κόσμος πραγματικός: δεν είναι ούτε σύστημα αφηρημένων εννοιών, όπως, δηλαδή, συμβαίνει στη φιλοσοφία ούτε υπάρχει μόνον στη φαντασία, όπως ο κόσμος της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Με τον κόσμο της θρησκείας συνδέεται κατ’ ανάγκην το συναίσθημα της βεβαιότητας, που αυτή εξασφαλίζει στον άνθρωπο η πραγματική ύπαρξη του αντικειμένου του θρησκευτικού βιώματος, δηλαδή η αξία του Αγίου, του Θεού. Τέλος, η θρησκεία, εφόσον συσχετίζει ψυχήν και κόσμον προς τον θεόν, δίνει στον άνθρωπο και το καθολικό νόημα του σύμπαντος. Εξ’ άλλου η θρησκεία δίνει νόημα όχι μόνον στη ζωή αλλά και στο θάνατο, που τον νοηματοδοτεί με τον Θεόν.
Έτσι, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι θρησκεία είναι εκείνη η λειτουργία του πνευματικού βίου, που δίνει νόημα σε όλα, κι αυτό σημαίνει, μ’ άλλα λόγια, πως παρέχει οριστικήν και τελειωτική λύτρωση.
Είναι δε η λύτρωση το βασικό θέμα κάθε θρησκείας, διότι η ίδια δεν είναι παρά αυτός ο πόθος για λύτρωση και έχει σαν αποστολή της την πραγματοποίηση και επίτευξη αυτού του λυτρωμού. Βέβαια οι διάφορες θρησκείες έχουν διαφορετική αντίληψη για τη σωτηρία. Οι μεν κατώτερες, δηλαδή, ενδιαφέρονται για τη σωτηρία απ’ το φυσικό κακό (ανομβρία, σεισμός, ασθένεια, θάνατος). Αντίθετα, οι ανώτερες θρησκείες υπόσχονται τη λύτρωση απ’ το ηθικό και πνευματικό κακό, που πηγάζει απ’ τη στενότητα της ατομικότητας, απ’ τη δυσαρμονία μεταξύ του Βούλεσθαι και του Δύνασθαι μεταξύ ηθικού αιτήματος και πραγματικής συμπεριφοράς.

Θεός και Ωραίον
Θεός και ωραίον είναι ακριβώς τα αντίστοιχα αντικείμενα θρησκείας και τέχνης και τα οποία από παλιά απασχόλησαν τον στοχασμό του ανθρώπου. Από αυτά δε, αναφερόμαστε εισαγωγικά μόνον στο ειδικότερο ζήτημα: ο Θεός ως ωραιότητα.
Ήδη ο Πλάτωνας τοποθετεί το ωραίο, που, σημειωτέον, το θεωρεί σαν τον στόχον και σκοπό της αγάπης, δίπλα στο αγαθό, την ύψιστη, δηλαδή, πλατωνική ιδέα που την ταυτίζει με το Θεό. Παντού, δηλαδή, βάζει σε περίοπτη θέση ανάμεσα στις ιδέες, αυτήν την, όπως την ονομάζει: «πρωταρχική ομορφιά», που, με την παρουσία της και στον επίγειο κόσμο των αντικειμένων, τα κάνει κι αυτά όμορφα, άσχετα με το πώς το πετυχαίνει αυτό» κι ανεξάρτητα από το ποια είναι η φύση και ουσία της (Ιππίας, 286, Πρβλ. Πολιτ. V) που παραμένει και στον Πλάτωνα άγνωστη και ανεξιχνίαστη, ως ο Θεός, με τον οποίον αυτός την ταυτίζει.
Πρόκειται εδώ αφ’ ενός για την «απόλυτη ωραιότητα», που είναι αμετάβλητη και που αδυνατούμε να της δώσουμε ορισμό, αν και η ίδια είναι η αρχή (principium), δηλαδή η πρώτη αιτία, σύμφωνα με την οποία μπορούμε, αφ’ ετέρου, να ορίσουμε τις επί μέρους, τις επίγειες ομορφιές, τα όμορφα, δηλαδή, πρόσωπα και πράγματα.
Κι αν μάλιστα συμβεί και ζητήσουμε απ’ τον κοινό άνθρωπο να μας ορίσει τι είναι το ωραίο καθ’ αυτό, οπωσδήποτε αυτός θα μπερδέψει εκείνα τα επί μέρους αντικείμενα, που συμβαίνει και είναι ωραία, με την ίδια την ωραιότητα καθ’ αυτήν. Αλλά κι όταν ο Ιππίας, στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο, αποκρίνεται στο Σωκράτη ότι κατ’ ουσίαν ωραιότητα είναι μια ωραία γυναίκα, ο φιλόσοφός μας του απαντά ότι και μια φοράδα ράτσας ή μια σκαλιστή σε ξύλο λύρα μπορούν να είναι επίσης ωραίες, χωρίς όμως και να μπορούμε να πούμε γι’ αυτό ότι η ομορφιά ενός επί μέρους πράγματος θα μπορούσε να είναι και η αρχή (principium), δηλαδή, η πρώτη αιτία της ομορφιάς, που υπάρχει δηλαδή και στ’ άλλα επίσης επί μέρους πράγματα: «Εφόσον, του παρατηρεί ο Σωκράτης, δεν απομακρυνόμαστε απ’ τα επί μέρους, δηλαδή απ’ τα όμορφα αντικείμενα, είναι αδύνατο να βρούμε την πρώτη αιτία, δηλαδή το λόγο της ομορφιάς.
Άλλωστε η ομορφιά στα παραδείγματα της φοράδας και της λύρας, που έφερε ο Σωκράτης, δεν έχει ούτε και τίποτε το σταθερό και αποκρυσταλλωμένο, αφού μια ωραία φοράδα ράτσας φαίνεται άσχημη μπροστά σε μια ωραία γυναίκα, αλλά και μια ωραία γυναίκα δείχνει βέβαια άσχημη σε σύγκριση με μια θεά. Άρα, σ’ αυτά τα παραδείγματα, όπως και σε οποιοδήποτε άλλο παράδειγμα μιας επί μέρους ομορφιάς επίγειων αντικειμένων δεν πρόκειται για εκείνην την απόλυτη, την χωρίς μείξη άλλου στοιχείου, την απόλυτα καθαρή, την τέλεια αλλά και απλή, για την οποία γίνεται και η κουβέντα. Διότι ο λόγος γίνεται για το ωραίο καθ’ αυτό, που αν κοσμεί και εξωραΐζει και τα επί μέρους πράγματα, κατά τον Πλάτωνα, είναι επειδή συμβαίνει και αυτά κοινωνούν, δηλαδή συμμετέχουν όχι απλά σε κάτι ωραίο, αλλά στο ωραίο καθ’ αυτό, στην ίδια την ιδέα του ωραίου.
Και ο μεν Σωκράτης είναι που θεωρεί τις ιδέες όχι σ’ εκείνο τον «χωριστό» τους χαρακτήρα, αλλά στον «ενδοκοσμικόν», μια θεώρηση, δηλαδή, που τελικά μπορεί και να υπαχθεί σ’ εκείνη του Πλάτωνα, μ’ άλλα λόγια, της υπερβατικότητας των Ιδεών. Διότι οι ορισμοί του Σωκράτη, που είναι μεν δεκτοί απ’ τη σκοπιά του, γίνονται όμως ανεπαρκείς, σχετικοί και πρόσκαιροι, όταν πρόκειται να δούμε το ωραίο καθ’ αυτό, δηλαδή, σαν ολότελα απλό, σαν ένα και σαν απόλυτο. Και η εξασφαλισμένη ευπρέπεια αλλά και η χρησιμότητα επί μέρους αντικειμένων, αν και στα μάτια του Σωκράτη και του Πλάτωνα εξισώνονται με τα ωραία πράγματα, δεν μπορούν όμως και να ταυτισθούν με το ωραίο καθ’ αυτό, του οποίου αυτές είναι μόνο παράγωγα και επί μέρους εκφάνσεις και μάλιστα μόνον κατά μετοχήν. Ο Πλάτωνας, εξ’ άλλου, εταύτισε πραγματικά αν μη και εννοιολογικά εκείνο το μεταφυσικά ωραίο με το αγαθόν, δηλαδή τον Θεό.
Κατά δε τον Winckelmann « είναι άγνωστη και ανεξιχνίαστη η πρώτη αιτία, δηλαδή η αρχή της ομορφιάς, καθ’ όσον αυτή η αρχή είναι ο ίδιος ο Θεός». Έτσι και στην αρχαία κλασσική τέχνη, ιδεώδης ήταν μόνον η ομορφιά των θεών, η οποία και αποτυπωνόταν στα έργα τέχνης.
Αλλά και κατά τον Επίκουρο «καλώς οι θεοί εννοούντο και παριστάνονταν σαν οι πιο ωραίοι, αλλά και ανθρωπόμορφοι».
Αργότερα δε, στο Μεσαίωνα, ο Βοήθιος ήταν εκείνος που εις τον περίφημον ύμνον του «Ω, όποιος διαιωνίζει», που αποτελούσε παράφραση του πλατωνικού Τίμαιου, προσφωνεί το Θεό «ωραιότατον» (pulcherrimum).
Η οντολογική, εξ’ άλλου, όψη του ωραίου είναι νοητέα πάντα σε σχέση με την Αποκάλυψη και την Αυτοεξήγηση του Θεού μέσα από τη Δημιουργία, έτσι ώστε ο κόσμος να θεωρείται ωραίος και το εν τη δημιουργία ωραίο να αποτελεί αντίγραφο της θεϊκής ωραιότητας, η οποία και είναι το μοντέλο αυτού του κόσμου.
Αλλά στην πρώτη (τη μεταφυσική – οντολογική) παράδοση η ωραιότητα δεν ήταν ανεξάρτητη ούτε βέβαια από το Αγαθόν, αλλ’ ούτε και από το Αληθές, και σαν «νοητή» ήταν και «απόλυτη ωραιότητα» (π.χ. στο Διονύσιο Αρεοπαγίτη και στο Βοήθιο), «είτε σαν θείο όνομα, είτε και σαν απόλυτη ιδιότητα της θεϊκής ουσίας». Έτσι, ο Θεός προβάλλει και για το Νικόλαο Κουζάνο σαν «η απόλυτη ωραιότητα», αλλά και σαν η πρώτη ωραιότητα, ή, η «άπειρη ωραιότητα» για το Giordano Bruno, ή, και αποτελεί η ίδια απόλυτο θεϊκό κατηγόρημα, δίπλα στο Αγαθό, την Αλήθεια, αλλά και τη Δύναμη.

Η ενότητα Θρησκείας και Τέχνης
Τέχνη και θρησκεία συμπίπτουν μερικά, πρώτον μεν και με το να ανήκουν η μία στην άλλη με κοινή καταγωγή, δεύτερον με ταύτιση του θεματικού περιεχομένου τους, και τρίτον, με κοινήν εσωτερικήν εμπειρία. Και ως προς το πρώτον κάποιοι δέχονται ότι οι δυό τους, Τέχνη και Θρησκεία, εταυτίζονταν, πριν η καθεμιά τους συνειδητοποιήσει ότι κινεί διαφορετικά το ενδιαφέρον των ανθρώπων κι αυτό αποτελεί μίαν απ’ τις θεωρίες για την καταγωγή και προέλευση της τέχνης απ’ τη θρησκεία. Ένα, εν προκειμένω, αξιοπρόσεκτο σημείο είναι ότι το κύριο θεματικό υλικό του παγκόσμιου καλλιτεχνικού θησαυρού έχει θρησκευτικό χαρακτήρα. Αλλά και η εμπειρία της θρησκευτικής πίστης και εκείνη της ομορφιάς σε μεγάλο ποσοστό και μέχρι ενός σημείου, αν δεν ταυτίζονται, όμως συγγενεύουν στενότατα, όπως θα δούμε. Μ’ αυτούς τους τρόπους αποδεικνύεται η ενότητα θρησκείας και τέχνης.
Δεν πρόκειται εδώ να εξαντλήσουμε αυτά τα θέματα, όμως πρέπει να ενημερωθούν τόσον όσοι θρησκευτικοί ηγέτες αδιαφορούν για την τέχνη όσον και εκείνοι οι καλλιτέχνες που δεν έχουν συμμετοχή στη ζωή ορισμένης θρησκείας.
Θα δούμε κατωτέρω ότι οι απαρχές της θρησκείας, όπως και της τέχνης, τοποθετούνται πολύ μακριά στο παρελθόν και χάνονται στην προ αμνημονεύτων χρόνων ζωή του πρωτόγονου ανθρώπου. Στους ιστορικούς, έπειτα, χρόνους τέχνη και θρησκεία συνυφαίνονται έτσι ώστε είναι αδύνατον να αποφανθεί κανείς ποια είναι η πρώτη, διότι δεν είναι δύο χωριστές αλλά ενωμένες σε μία. Έτσι, εκείνο το έγχρωμο ραβδί ή το κλαδί με τα φύλλα, που τα είχαν οι πρωτόγονοι σαν φετίχ, εχρησιμοποιούντο για τις μαγικές τους δυνάμεις και με κάποια μόνο έννοια ήσαν συνάμα και έργα τέχνης. Αλλά και οι χοροί και οι παντομίμες στην πρώτη ζωή των φυλών αποτελούσαν προσπάθειες μαγικού ελέγχου της φύσης ή των θεοτήτων της φύσης. Ασκήσεις έπειτα φρενήρεις ήσαν το συναμφότερον, δηλαδή και θρησκευτικές αλλά και καλλιτεχνικές, πρωτόγονες τελετουργικές μορφές και συνάμα πρωτόγονες μορφές δράματος, δηλαδή θρησκευτικής τέχνης.
Αυτός ο κοινός συγκινησιακός παράγοντας είναι που κάνει, απ’ τη μια, τέχνη, απ’την άλλη, θρησκευτική τελετουργία στις απαρχές τους ούτε καν κι από κοντά διακριτές.
Η μεν θρησκεία ιστορικά υπήρξε η κεντρική πηγή της τέχνης, αλλά και η λατρευτική τέχνη η μητέρα όλων των τεχνών.
Κατά τον Jane Harrison «τελετουργία και τέχνη, έχουν, προς τη ζωή, μια κοινή συναισθηματική ρίζα, αλλά και η πρωτόγονη τέχνη αναπτύσσει συναισθηματικά τουλάχιστον για την περίπτωση του δράματος, την ευθείαν προς την τελετουργία». ( Art and Rituals, 41)
Για το σκοπό, λοιπόν, της παρούσας μελέτης μας αρκεί να δεχτούμε την κρίση των ανθρωπολόγων ότι κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο οι περισσότερες απ’ τις τέχνες – μουσική, χορός, γλυπτική, ποίηση, δράμα, αρχιτεκτονική – δεν αναπτύχθηκαν μακριά από ασκήσεις και αντικείμενα αρχήθεν επινοηθέντα για τον ειδικά μαγικό έλεγχο των θεοτήτων, την τέλεση των εποχιακών εορτών ή την έκσταση χάριν των ιδίων ή για απόκτηση πολεμικής δύναμης – που όλα τους αυτά αποτελούσαν ασκήσεις της γνήσιας πρωτόγονης θρησκείας.
Και κατά τον Leonardo Della Seta «Η τέχνη ποτέ δεν θα προκύψει ούτε θα αναπτυχθεί μεταξύ των ανθρώπων, εκτός εάν αυτή θεμελιωθεί στη θρησκεία. Τέχνη απόλυτα κοσμική στην καταγωγή της, τέχνη γεννημένη να ικανοποιεί αποκλειστικά το αισθητικό γούστο του θεατή, αλλά και τέχνη που επιζητεί μάλλον και αποκλειστικά την εκφραστικότητα παρά την υλική χρησιμότητα, είναι αδιανόητη μέσα στην ανθρώπινη ιστορία και ποτέ τέτοια τέχνη δεν έχει υπάρξει» (Alessandro Della Seta, Religion and Art, 35).
Αυτός είναι ίσως ένας ισχυρισμός που χτυπάει άσχημα στ’ αυτιά, αλλ’ όμως κάτι παρόμοιο αληθεύει σε μεγάλο ποσοστό. Όμως μια επαρκής συζήτηση γι’ αυτό θα συνεπαγόταν μακρά μελέτη που δεν αρμόζει και τόσο να κάνουμε εδώ. Μας είναι πάντως δύσκολο με τις στοχαστικές και αναλυτικές συνήθειες του νου μας να στρέψουμε προς τα πίσω τη φαντασία μας σ’ εκείνο τον πρώιμο χρόνο, όταν η ζωή ήταν ακριβώς μόνον η ζωή, μοναδική, δηλαδή,  και αδιαίρετη χωρίς ούτε χωρισμένην την θρησκεία ούτε και χωριστήν την τέχνη ούτε τίποτε παρόμοια διασπαστικό της ενότητας της ζωής. Είναι δυνατόν δε μια τέτοια ενότητα εμπειρίας και σήμερα να αποτελεί ένα σκοπό ζωής για το μέλλον μας καθώς και μια λησμονημένη ιστορία πίσω μας.
Το δεύτερο σημείον θεώρησης στην επισήμανση της ενότητας της θρησκείας και τέχνης είναι το γεγονός ότι: καθ’ όλην την ανθρώπινη ιστορία το σπουδαιότερο θεματικό περιεχόμενο των τεχνών ήταν θρησκευτικό.
«Ολόκληρη η τέχνη της ανθρώπινης φυλής είναι ουσιωδώς τέχνη θρησκευτική. Από την Χαλδαίαν στην Αίγυπτο, απ’ τις Μυκήνες στην Ελλάδα, απ’ την Ασσυρίαν στην προ-βουδδιστικήν Κίνα, απ’ το Μεξικό στο Περού, δεν υπάρχει καμιά εξαίρεση (Alessandro Della Seta, Religion and Art, 34)
Κάποιοι δε φιλοαμερικανοί, άσχετα αν είναι εξωπραγματικοί, ισχυρίσθηκαν ότι τρία πράγματα έλκυσαν περισσότερον, τους Αμερικανούς για να διασχίσουν τις θάλασσες προς αναζήτηση πλούτου στον αρχαίο κόσμο: οι αρχαιοελληνικοί ναοί με τα αγάλματα, οι ιταλικοί πίνακες και η γοτθική αρχιτεκτονική.
Με ελάχιστες, λοιπόν, εξαιρέσεις όλοι αυτοί οι ασύγκριτοι θησαυροί δημιουργήθηκαν απ’ τη θρησκεία κι αυτό είναι που ενδιαφέρει τη μελέτη μας. Αλλά και οι ιστορίες των αρχαίων ανατολικών αυτοκρατοριών και της Αιγύπτου αποδεικνύουν τα ίδια.
Επίσης, η λογοτεχνία, η θεώρηση των ελληνικών δραμάτων, ο Dante, o Milton στα  υψηλότερα αν μη και στα ασημαντότερα σημεία τους υπήρξαν κυρίως θρησκευτικοί.
Ακόμη και το κοσμικό πνεύμα που μας κληροδότησε η Αναγέννηση δεν ελάττωσε το κυρίαρχον αυτό θρησκευτικό περιεχόμενο των λαμπρών έργων αυτού του πνευματικού κινήματος που λέγεται Αναγέννηση. Έτσι, η αναβίωση των παγανιστικών θεμάτων και η ανέγερση κομψών και πολυτελών ανακτόρων τον 13οκαι 16οαιώνα δεν ανταγωνίσθηκε τον συνεισθέντα θρησκευτικό χαρακτήρα της ζωγραφικής, της γλυπτικής και της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής της εποχής εκείνης.
Με την έλευση, όμως, της μοντέρνας τέχνης, τον 17οαιώνα, η προσοχή δεν επικεντρώνονταν πια στη θρησκεία. Δεν θέλω όμως μ’ αυτό να πω ότι η μοντέρνα τέχνη υπήρξε αθρησκευτική  ή ότι μια τέχνη πρέπει να είναι θρησκευτική στο θεματικό περιεχόμενό της για να είναι θρησκευτική και στο πνεύμα. Ούτε ότι η νέα τέχνη ήταν λιγότερο αξιόλογη της προηγούμενης, η οποία όμως ήταν πιο ενοποιημένη.
Όσο για το τρίτο σημείον, της εσωτερικής εμπειρίας, έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής για το θρησκευτικό και αισθητικό βίωμα.

Το θρησκευτικό και το αισθητικό βίωμα
Η θρησκεία είναι αφ’ ενός και βίωμα, δηλαδή κατακυρίευση ολόκληρης της ψυχής από μια εντύπωση, και βίωση μιας αξίας πνευματικής, συγκεκριμένα της ανώτερης, δηλαδή της αξίας του αγίου ή θείου, όπως η τέχνη είναι και βίωμα της αξίας του ωραίου, και επίσης του Θεού. Και στο μέτρο που το θρησκευτικό βίωμα είναι μόνον ενδόμυχον και δεν εκφράζεται εξωτερικά, μιλάμε μόνον για θρησκευτικότητα, ενώ για θρησκεία κάνουμε λόγο, όταν υπάρχει εξωτερίκευση μέσω αισθητών συμβόλων (γλώσσα, μουσική, προσευχή, λατρεία, ζωγραφική, αρχιτεκτονική). Αλλά και εφόσον αναζητά η ψυχή τον Θεόν χωρίς και να τον έχει βρει και τότε πάλιν μιλάμε για θρησκευτικότητα κι όχι για θρησκεία. Το ίδιο συμβαίνει και με την τέχνη, για την οποία μιλάμε μόνο όταν ο άνθρωπος εξωτερικεύει το βίωμα του ωραίου δια των μέσων που αυτός έχει στη διάθεσή του (ζωγραφική, αρχιτεκτονική, γλυπτική, μουσική, ποιητικά μέτρα και ποιητικές εικόνες κλπ.). Έτσι, θρησκεία και τέχνη στην απόληξή τους, παύουν να αποτελούν φαινόμενον μόνον εσωτερικόν και γίνονται ανεξάρτητες από το άτομο, δηλαδή, αντικειμενοποιούνται σαν στοιχεία πια του πολιτισμού. Και όπως δεν νοείται τέχνη χωρίς έργα τέχνης έτσι είναι ακατανόητη η θρησκεία χωρίς την αντικειμενικήν της πλευρά, χωρίς δηλαδή, λατρείαν, υμνολογίαν, μουσική, αρχιτεκτονική, δογματικήν, μ’ άλλα λόγια χωρίς εκφραστικά μέσα, που αυτά τα δανείζεται η θρησκεία κυρίως από την τέχνη. Είναι πάντως γεγονός ότι χωρίς συμμετοχήν στη θρησκευτική λατρεία, αλλά και χωρίς την επαφήν με το πνεύμα, που το συμβολίζουν οι θρησκευτικοί τύποι που είναι και φορείς και αγωγοί του, η θρησκευτικότητα, ατονεί και μαραίνεται, όπως και χωρίς έργα τέχνης θα εμαραίνετο το συναίσθημα του ωραίου και ούτε που θα υπήρχε τέχνη. Η θρησκευτικότητα, λοιπόν, είναι η αγωνία και η ζήτηση, το αίσθημα της  ανεστιότητας και η νοσταλγία, η στροφή προς το έσω της ψυχής και προς το ενδόμυχον σύμπαν του εσωτερικού μας κόσμου.
Η ψυχική, λοιπόν, υφή του ανθρώπου είναι μια διαρθρωμένη ολότητα και αποτελείται από αξιόλογες ροπές ή τάσεις και κατευθύνσεις. Δηλαδή στο πλήθος των αξιών του πνευματικού μας βίου αντιστοιχούν ισάριθμες αξιολογικές ροπές της ψυχής μας με επικρατούσαν μίαν, που άρχει και δεσπόζει σε κάθε άνθρωπο: εις τον ένα, δηλαδή, η ροπή προς την αξίαν του ωραίου, εις τον άλλον η τάση προς το άγιον κλπ. Ανάλογη είναι και η παράσταση που έχουν οι άνθρωποι περί του Θεού: Κατ’ άλλον τρόπον βιώνει το Θεό ο καλλιτέχνης, κατ’ άλλον ο άνθρωπος του κέρδους ή της γνώσης ή ο μυστικιστής.
Γενικότερα ο καθένας έχει και ίσως πρέπει να έχει δική του όχι βέβαια έννοιαν του Θεού, αλλά τουλάχιστον παράσταση του Θεού, ή όπως λέγει ο Goethe «ο Θεός ή, ακριβέστερον, η αντανάκλασή του εντός των εφήμερων γήινων πλασμάτων του προσλαμβάνει μύριες μορφές, που ποικίλουν κατά λαούς και εποχές, κατά πολιτισμούς και κατά ποιον του πνευματικού βίου, κατά το ύψος της μορφώσεως και κατά τη σύνθεση της ψυχικής υφής εκάστου». Εδώ ισχύει και ο άλλος εκείνος λόγος του Goethe: « Όμοιες είναι όλες οι μορφές κι όμως καμιά στις άλλες δεν μοιάζει, κι έτσι ένας νόμος μυστικός απ’ όλες τους χαράζει.» Αυτός δε ο νόμος σημαίνει ακριβώς διαρκή και σταθεράν παρουσίαν του ενός Θεού μέσα στο εναλλασσόμενο πλήθος των μορφών, υπό τις οποίες λαμβάνει συνείδηση του Θεού το ανθρώπινο γένος.

Κρίση στη σχέση Θρησκείας – Τέχνης
Η πνευματική κρίση ενέσκηψε με την Αναγέννηση σαν πρωτοβάθμια κρίση και από το 1850 σαν δευτεροβάθμια. Σημειώθηκε τότε πλήρης διάσπαση της ενότητας των μεγάλων εκείνων στοιχείων του πνευματικού πολιτισμού και βίου.
Πρώτον επήλθεν σύγκρουση θρησκείας αφ’ ενός και επιστημονικής φιλοσοφίας, αφετέρου. Ακολούθησε ρήξη μεταξύ ηθικής και θρησκείας και, κατόπιν, θρησκείας και τέχνης.
Αργότερα, απ’ τη σύγκριση θρησκείας με φιλοσοφία και ηθική διαπιστώθηκαν ουσιώδεις διαφορές.
Κατέδειξε δε η σύγκριση αυτή την αυτοτέλεια της θρησκείας και το αδύνατον αντικαταστάσεως της θρησκείας από τη φιλοσοφίαν και την ηθική, παρ’ ό,τι κάποιοι αβάσιμα είχαν υποθέσει. Εδώ θα δούμε την σύγκριση, αλλά και σύγκρουση που έγινε μεταξύ θρησκείας και τέχνης.
Μιλήσαμε ήδη για ενότητα θρησκείας και τέχνης. Αυτό όμως κάθε άλλο παρά σημαίνει ταύτιση αυτών των δυο. Η ενότητα επιτρέπει τη διάκριση των δυο, πράγμα που δεν το επιτρέπει και η ταύτιση.
Έτσι, πρώτον, η ίδια η γλώσσα κάνει διάκριση θρησκείας και τέχνης, όταν δίδει στη μεν τέχνη σαν αντικείμενό της την αξία του ωραίου και στη θρησκεία εκείνην του αγίου.
Παραταύτα, κάποιοι εταύτισαν θρησκείαν και τέχνην. Έτσι διέλυσαν την θρησκείαν και την απερρόφησαν μέσα στην τέχνη σαν να ήταν ένα αισθητικό βίωμα. ΟHölderlinσυγκεκριμένα ορίζει τη θρησκεία σαν αγάπη προς το ωραίο και ο Schiller την αντικαθιστά με τη λατρεία του ωραίου, που το πιστεύει σαν την ύψιστη αξία, ισοδύναμη προς το θείον. Ακόμη και ο Schleiermacher, που του οφείλουμε την αναγνώριση της αυτοτέλειας της θρησκείας σαν πνευματικής λειτουργίας εντός του πνευματικού βίου, στην ουσία μεταβάλλει τη θρησκεία σε τέχνη, εφόσον το θρησκευτικό βίωμα το ερμηνεύει σαν αισθητικό. Ονομάζει τη θρησκεία «ενόραση και διαίσθηση του σύμπαντος, της θείας συνάρτησης του κόσμου». Αλλά αυτά τα δύο ενεργήματα της ψυχής είναι αισθητικά κι όχι θρησκευτικά ενεργήματα. Συχνά συμβαίνει να εκδέχονται έτσι τη θρησκεία κάποιες καλλιτεχνικές φύσεις. Επειδή δηλαδή υψώνονται αυτοί στον πλασματικό κόσμο των μορφών και προς στιγμήν απαλλάσσονται απ’ την πίεση της πραγματικότητας και την βαρύτητα της γης, και επειδή και η συγγενεύουσα με την τέχνη θρησκεία ανυψώνει κι αυτή τον άνθρωπο σε ανώτερον κόσμον και μεταμορφώνει τον παρόντα κόσμον δια του φωτός του Επέκεινα, γι’ αυτό συγχέουν οι Εστέτ, αυτοί οι λάτρεις του ωραίου, τις δύο περιπτώσεις. Όμως ανάμεσα στις δυο αυτές περιπτώσεις υπάρχουν τέτοιες διαφορές που καθιστούν αδύνατη είτε την σύγχυση τέχνης και θρησκείας, είτε και παραγωγήν της θρησκείας εκ της τέχνης: Και πρώτα-πρώτα: μόνον το θρησκευτικό βίωμα, όχι και το αισθητικόν, έχει υπερβατικό χαρακτήρα. Έπειτα το αισθητικό βίωμα παραμένει προσκολλημένο στην ορατή πλαστικότητα των φαινομένων. Το αισθητικό βίωμα ενδιατρίβει εις την θέαν του κάλλους των φαινομένων, ενώ το θρησκευτικό αναφέρεται στο εσωτερικόν τους περιεχόμενο, το Θεό. Στο θρησκευτικό βίωμα, έπειτα, έχουμεν βεβαιότητα της πραγματικότητας αφού η αξία του αγίου βιούται ως αντικειμενική πραγματικότητα. Το αισθητικό βίωμα αδιαφορεί για την πραγματικότητα του αντικειμένου του, αν π.χ. έζησαν πραγματικά τα πρόσωπα ενός έπους, αν ο Φάουστ ή ο Πάρσιφαλ υπήρξαν ιστορικά πρόσωπα. Κι αυτό επειδή ο κόσμος της τέχνης είναι πλασματικός και, επομένως βιούται αυτός σαν τέτοιος.
Και μολονότι καλλιτέχνες όπως ο Πλάτωνας ή ο Τολστόι εβίωσαν την τέχνη σαν αντίθεση προς τον κόσμο της θρησκείας και γι’ αυτό αναγκάσθηκαν να απορρίψουν την τέχνη σαν επικίνδυνη για τον αληθινό κόσμο της ψυχής, όμως η σχέση θρησκείας και τέχνης στη πραγματικότητα υπήρξε πάντοτε στενή και οργανική. Η μεν τέχνη χρησιμεύει στη θρησκεία σαν ο παλαιότερος τρόπος έκφρασης των περιεχομένων της, ενώ η θρησκεία προσδίδει στο αισθητικό βίωμα το έσχατον, το μεταφυσικό βάθος.
Τέτοια σαφώς και ισχυρώς στενή εμφανίζεται η σχέση θρησκείας και τέχνης π.χ. στην Επίσημη Λειτουργία του Μπετόβεν, όπου στη φούγκα. «Και ζωή του μέλλοντος αιώνος» κινδυνεύει να διαρραγεί το παραπέτασμα της παροδικότητας. Κι όποιος θυμάται το μόλις γήινο ρίγος του «Εκ πνεύματος Αγίου», αυτός «σε καμιά περιοχή της τέχνης δεν θα συναντήσει  μουσικήν πλησιεστέραν προς τον Θεόν».
Ωστόσο, η τέχνη δεν είναι απλά μορφή, αλλά μορφή εκφράζουσα νόημα. Αποτελεί αυτή ιδιότυπη γλώσσα, μέσον δια του οποίου ο δημιουργός-καλλιτέχνης εξωτερικεύει τις βαθύτερες κινήσεις της ψυχής του, τη σχέση του με την πραγματικότητα, με τον κόσμο σαν ολότητα, με τη ζωή. Αλλά αυτό σημαίνει ότι η τέχνη κατά βάθος είναι και μορφή έκφρασης κοσμοθεωρίας και γι’ αυτό στο σημείο αυτό βαίνει παράλληλα με τη θρησκεία. Πηγάζει απ’ την ίδια ορμή προς δρασκέλιση των ορίων, όπως η θρησκεία. Δι’ αυτής, όπως γράφει ο Lange, «φεύγουμε για τη σφαίρα του ιδανικού και υψούμενοι με τα πύρινα φτερά της φαντασίας, λυτρωνόμαστε».
Η τέχνη ανταποκρίνεται στην ανάγκη προς πληρότητα και μακαριότητα, προς διαλεύκανση και απομάντευση του μυστηρίου του κόσμου, προς το ίδιο το θείον. Είναι αυτό που λέει για τον εαυτό του ο Άγγελος Σιλέσιος: Τούτος ο κόσμος μου είναι πολύ στενός / Και τον ουρανό τον νιώθω πολύ μικρό / πού θα βρεθεί τόπος για την ψυχή μου;
Δάντης, Μιχαήλ Άγγελος και Goethe δείχνουν καθαρά να συμπλέκονται τα θρησκευτικά με τα καλλιτεχνικά  ελατήρια. Η τέχνη, όπως είπαμε, αναβλύζει απ’ τις ίδιες ψυχικές πηγές με τη θρησκεία. Και μάλιστα η ποίηση, που γι’ αυτό ο Hebbel την ονομάζει «συνείδηση της ανθρωπότητας», αφού ο ποιητής είναι ο ζωντανός καθρέπτης του πνευματικού βίου των χρόνων του, που δεν περιορίζεται στην έκφραση μόνον, αλλά ζητεί και να εξυψώσει τους ανθρώπους στο ύψος της δικής του κοσμοθεωρίας και των οραματισμών του, που σαφώς ή λανθανόντως περιστρέφονται γύρω από τον απολεσθέντα παράδεισο, τον κόσμο δηλαδή της πληρότητας, της αδιατάρακτης ενότητας και ελευθερίας, της χαμένης αρμονίας με την θεϊκή πηγή του παντός. Κι αυτό το πετυχαίνει ο καλλιτέχνης χωρίζοντας τον άνθρωπο από το βέβηλο και ταραχώδη κόσμο των αισθήσεων δια της απομόνωσης, έξαρσης και εναρμόνισης μεταφέροντάς μας έτσι από το χάος στην αρμονία και από τη διάσπαση στην ενότητα. Να γιατί ο καλλιτέχνης επιδρά κατά μίαν έννοιαν λυτρωτικά στην ψυχή μας. Έχει, επομένως, δίκαιο ο Claudel όταν ισχυρίζεται ότι «ανάμεσα στην καλλιτεχνική έμπνευση και μεγαλοφυΐα και εκείνες των αγίων, υπάρχει ουσιώδης σχέση»
Μολονότι όμως αυτή είναι η φύση της καλλιτεχνικής έμπνευσης, κατά το δεύτερο μισό του 19ουαιώνα (1850-1900), και ενώ πριν επικρατούσε ο ιδεαλισμός και ο ρομαντισμός, απ’ το 1850 περίπου, η τέχνη απίστησε στην ίδια της τη φύση, λησμόνησε και πρόδωσε την υψηλήν της αποστολήν και ακολούθησε την φυσιοκρατική κατεύθυνση και τον ιμπρεσσιονισμόν, ενώ συγχρόνως υποδουλούται στην κοινωνική επανάσταση. Η κατεύθυνση αυτή αντικατοπτρίζει βέβαια την πνευματική κατάσταση της εποχής, που την χαρακτήριζε η νοοτροπία των φυσικών επιστημών, τις οποίες κατά την ίδια περίοδο διέπει η υλοφροσύνη και ο θετικισμός με αντίστοιχα στην τέχνη την καλλιτεχνικήν φυσιοκρατίαν και τον ιμπρεσσιονισμόν.
Έτσι ενώ το 1800-1850 με το ρομαντισμό, την τέχνη την διέκρινε κατά το πλείστον λεπτή θρησκευτική πνοή και μεταφυσική νοσταλγία, από το 1850 περίπου εγκαινιάζεται η νέα ρεαλιστική περίοδος της τέχνης με κορύφωμα τον Ζολά: έτσι, τώρα, η τέχνη αρέσκεται απλά στη πιστή απεικόνιση των αθλιοτήτων και νοσηρών μικροτήτων της ζωής, καλλιεργεί την ψυχολογική ανάλυση και περιγραφή, χωρίς ίχνος αξιολόγησης και αγνοεί τα ιδανικά αιτήματα της ανθρώπινης συνείδησης.
Την αγγλικήν τέχνην εξάλλου, την ίδια εποχή, τη διαπνέει ένα είδος φυσιοκρατικού πανθεϊσμού, αλλά και θετική θέση έναντι της θρησκείας και ενδιαφέρον για την ηθική.
Στη γερμανική, έπειτα, τέχνη, με τον περίφημο πολιτικοποιημένο ποιητικό κόσμο της «Νέας Γερμανίας», έχομεν αντίθεση της τέχνης προς το κλασσικόν και ρομαντικό παρελθόν της. Και εδώ ο γερμανικός υλισμός, σοβαρότερος όσον και εμβριθέστερος παρά σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, επέβαλε στην τέχνη την φυσιοκρατική του σφραγίδα.
Δημιουργήθηκε, λοιπόν, αντίδραση στο στενό σύνδεσμο βωμού και θρόνου και εχθρότητα προς τη θρησκεία, που εκφράστηκε στην ποίηση με κλασσικό εκπρόσωπο τον Heine, του οποίου τα ποιήματα αποπνέουν μίσος ειδικά κατά του Χριστιανισμού.
Την μεταστροφήν  στην τέχνη και αναβίωση της θρησκευτικής και μεταφυσικής συνείδησης που επέρχεται με την έναρξη του 20ουαιώνα, θα εκθέσουμε στην επόμενη μελέτη μας με θέμα «Τέχνη και Χριστιανισμός».

Θρησκεία και Τέχνη στους πρωτόγονους της προϊστορίας:
Εθνολόγοι και Κοινωνιολόγοι, προκειμένου να αποφύγουν τις αυθαιρεσίες για τις οποίες υποψιάζονται τη Φιλοσοφία στην ερμηνεία ενός τέτοιου φαινομένου σαν την Τέχνη, ζήτησαν να εξηγήσουν την τέχνη ιστορικο-γενετικά, ακολουθώντας δηλαδή την ιστορική της εξέλιξη, όπως, άλλωστε, το ίδιο επιχειρήθηκε και από την επιστήμη της θρησκείας προκειμένου, δηλαδή, για τη σπουδή της τελευταίας.
Ο Grosse, που πρωτοπορεί ασχολούμενος με τη σπουδή της τέχνης των πρωτόγονων, βάσει των πορισμάτων, που του παρέχει η νεώτερη επιστήμη της εθνολογίας, ερωτά: Γιατί η ουσία και η ζωή της τέχνης μένουν ακόμη στο σκοτάδι; Και απαντά ο ίδιος: Λόγω εσφαλμένης ερευνητικής μεθόδου. Παντού, δηλαδή, αλλού αρχίζουμε απ’ την αρχή, μ’ άλλα λόγια, απ’ τις απλούστερες μορφές και προχωρούμε προς τις πιο περίπλοκες. Ακόμη και η επιστήμη που ερευνά τη θρησκεία, κι αυτή δεν αρχίζει την έρευνα απ’ τα πιο εξελιγμένα και πολύπλοκα θρησκευτικά μορφώματα, τα ιστορικά θρησκεύματα, όπως πχ. ο Βουδδισμός, ο Ισλαμισμός, ή, ο Χριστιανισμός, αλλ’ ακριβώς απ’ τη πίστη των πρωτόγονων και ανεξέλικτων φυλών, την πίστη τους, δηλαδή, σε ψυχές, δαίμονες, κλπ. Και μόνη η Επιστήμη της Τέχνης και του Ωραίου είναι που δεν καταδέχεται ακόμη να ρίξει ένα ερευνητικό βλέμμα στα προϊόντα των πρωτόγονων, γιατί αυτά είναι, λέει, «χονδροειδή κατασκευάσματα». Και ο Grosse συμβουλεύει: «για να φθάσουμε κάποτε στην επιστημονική γνώση και κατανόηση της τέχνης των προηγμένων λαών, πρέπει προηγουμένως να εμβαθύνουμε στην ουσία της τέχνης των λεγόμενων «φυσικών λαών» δηλαδή των πρωτόγονων. Πρώτα μαθαίνει κανείς την προπαίδεια και μετά λύνει προβλήματα ανωτέρων Μαθηματικών.»
Έτσι πια, εφαρμόζοντας ο ίδιος τη μέθοδό του, σε μια περίπτωση ερμηνείας του της αρχαιοελληνικής τραγωδίας συμπεραίνει τα εξής: Αφού με τους θεαματικούς χορούς των αγρίων εκτελείται ένα είδος ψυχικής κάθαρσής τους, αυτοί οι χοροί αποτελούν πιθανόν και τις πρωταρχικές πηγές για τη μελέτη και της αρχαιοελληνικής τραγωδίας, στο μέτρο, δηλαδή, που θεωρούμε τους διονυσιακούς χορούς, απ’ τους οποίους σαν από πυρήνα ξεκίνησε η τραγωδία, σαν ένας εκστατικός θρησκευτικός χορός πανομοιότυπος μ’ εκείνους των πρωτόγονων.
Αλλά βέβαια ο άνθρωπος με την ψυχήν του, που είναι ιστορικά διαμορφωμένη, είναι δύσκολο να κάνει άλμα αιώνων και χιλιετηρίδων για να μπει στην ψυχή του πρωτόγονου και συχνά συμβαίνει και προβάλλει τη δική του ψυχική και πνευματική σύσταση στο πρόσωπο του πρωτόγονου.
Εδώ όμως πρόκειται για συγκεκριμένα ευρήματα τα οποία είναι απίθανον ή και αδύνατον  να έχουν άλλο νόημα.
Πρόκειται, δηλαδή, για τον μαγικό κόσμο των θαμπών ακόμη θρησκευτικών ιδεών (μαγείες, γητέματα), προλήψεων και δεισιδαιμονιών κάθε λογής που κάνουν την ψυχή του πρωτόγονου θολό νεφέλωμα όπου ανακατεύεται το αισθητικό και το θρησκευτικό στοιχείο.
Έτσι π.χ. οι Παπούα στολίζουν τα μονόξυλά τους με παραστάσεις πουλιών, κάτι που έχει σαν θρησκευτικό νόημα να δεσμεύσουν ένα δαίμονα για να προστατεύσει το δικό τους μονόξυλο.
Και οι Μαορί όταν ζωγραφίζουν ανθρώπινες μορφές με εκείνη την εντυπωσιακά μεγάλη δυσαναλογία των μελών ή και εντελώς αφύσικα, το κάνουν για να μιμηθούν τυφλά ένα παραδοσιακά παγιωμένο και αποκρυσταλλωμένο μοτίβο, και για να μη τυχόν, αν εφιλοτεχνούντο διαφορετικά τα άτεχνα αυτά σκαλίσματα ή οι εικόνες τους, χάσουν, αυτές, τις μαγικές ιδιότητές τους και τη δύναμή τους.
Αντίθετα οι τοιχογραφίες στα προϊστορικά σπήλαια με σκηνές π.χ. κυνηγιού, είναι αληθινά αξιοθαύμαστες για την ακρίβεια του σχεδίου και τη ρεαλιστική αλλά και ζωντανή παράσταση του κινούμενου ή πληγωμένου ζώου, κάτι που μαρτυρεί «μάτι που ξέρει να βλέπει ζωγραφικά και χέρι σίγουρο στη καλλιτεχνική δουλειά του». Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που έφθασαν αισθητικοί περιωπής στο σημείο να πουν ότι ανάμεσα στον τρωγλοδύτη σχεδιαστή και τον Φειδία δεν υπάρχει διαφορά ποιότητας αλλά μόνο βαθμού: το έργο του ενός είναι απλούστερο και το αισθητικό αποτέλεσμα φτωχότερο ενώ του άλλου συνθετότερο με αισθητικό αποτέλεσμα πλουσιότερο. Ένα ερώτημα όμως παραμένει: αν και η πρόθεση και διάθεση του τρωγλοδύτη ήταν αισθητική. Η επικρατέστερη εκδοχή είναι ότι ήταν περισσότερον θρησκευτική-μαγική.
Κρυμμένος δηλαδή στη ζωγραφισμένη σπηλιά ο κυνηγός και βάσει του μαγικού νόμου της «πρωτόγονης αιτιότητας: ότι το όμοιο παράγει όμοιο» περίμενε να έλθει το θήραμα για να το σκοτώσει σε μια καίρια θέση, με ένα επίσης καίριο πλήγμα.
Το ίδιο συμβαίνει και προκειμένου για την άλλη μορφή τέχνης, το χορό των πρωτόγονων: αυτός, λοιπόν, είναι, που δίνει μέθη, οργανική, τη μέθη των αδιάκοπων όσο και εξαντλητικών κινήσεων, που κουράζουν αλλά και ηδονίζουν σαν ναρκωτικά τον χορευτή.
Κατά τονLévy-Bruhl, σ’ αυτό τον χορό με το νευρικό ερεθισμό και την κινητική μέθη, που σημειωτέον, τα ανάλογά τους τα έχουν όλες οι προηγμένες κοινωνίες, διατηρείται η ουσιαστική και όχι η  τυπική κοινωνία με το παρελθόν μέσα στον ίδιο το χορευτή όπου συγχέονται αφ’ ενός το τωρινό άτομο και αφ’ ετέρου το προγονικό που ζωντανεύει και ξαναζεί τρόπο τινά μέσα στον χορευτή, αλλά και το ζώο ή φυτό που είναι το τοτέμ για το χορευτή.
Το χορό δε των πρωτόγονων που σκοπεύει στη θρησκευτική έκσταση, τον συναντάμε παντού στην αρχαία Ελλάδα, στην ορφική λατρεία, στα διονυσιακά μυστήρια, σ’ όλες τις αρχαίες οργιαστικές θρησκευτικές λατρείες και αιρέσεις, στις Ινδίες, στο Ισλάμ και στη Ρωσία με τους λεγόμενους «ανθρώπους του Θεού». Ο Delacroix δίνει ως εξής το βαθύτερο νόημα του χορού αυτού: «Μια ιδέα του χορευτή δεσπόζει και κυριαρχεί πάνω στη μέθη του. Ένας θεός, απ’ την άλλη, παίρνει το χορευτή στην κατοχή του, όσο δηλαδή αυτός ελευθερώνεται από το σώμα του και κατά κάποιο τρόπο βγαίνει απ’ τον εαυτό του. Ένας ευχάριστος θρησκευτικός ίλιγγος τον κυριεύει. Ο πιστευόμενος δε Θεός παρών παρακολουθεί άγρυπνα το χορό, όπως όταν ο προφήτης Δαβίδ χόρευε μπροστά στην κιβωτό της Διαθήκης ενώπιον του θεού του Ισραήλ, περιμένει δε τον πιστό του χορευτή να εξαντληθεί από το χορό για να τον πάρει στην κατοχή του. Και καθώς ο ίλιγγος απαλλάσσει και λύνει τον πιστό από το σώμα του, ο ίδιος ίλιγγος είναι που δίνει τώρα με τη σειρά του σώμα και σ’ αυτό το θεό, και τον ενσωματώνει στο σώμα του χορευτή.
Συμπέρασμα: Στην τέχνη των πρωτόγονων υπάρχει περισσότερο θρησκευτική παρά αισθητική προδιάθεση, πρόθεση και πραγματικότητα.
Επομένως η προϊστορία φέρνει μπροστά στα μάτια μας όλως διόλου νέες δυνατότητες για τη γνώση του πνευματικού βίου της ανθρωπότητας ήδη από τους χρόνους του ανθρώπου Νεάντερταλ, κατά αυτήν την εποχή, δηλαδή, των παγετώνων και κατά την παλαιολιθικήν περίοδον γενικότερα. Μ’ άλλα λόγια, η επιστήμη μας μετέφερε αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες έτη προ Χριστού. Έτσι αναρίθμητες καλλιτεχνικές απεικονίσεις, ιχνογραφήματα και έγχρωμες παραστάσεις, χιλιάδες ειδωλίων, γλυπτών και ανάγλυφων έργων, πάνω σε οστά, ή, και λίθινων, όλ’ αυτά μας αποκάλυψαν την ψυχική και πνευματική θέση του ανθρώπου και την στάση του προς τον κόσμο, τη σχέση του προς το σύνολο σύμπαν, το βίωμα του νοήματος του βίου, που του συγκλόνιζε τη ψυχή και του καθόριζε τη συμπεριφορά του πάνω στη γη. Τη γνώση αυτή μιας εποχής που το ανθρώπινο πνεύμα είναι έκδηλο σαφώς, τη συμπληρώνουν τα θρησκευτικά ευρήματα, τα οποία τελούν σε στενή σχέση με τα καλλιτεχνήματα. Αυτά δηλαδή τα τελευταία δεν μαρτυρούν μόνο καταπληκτική πολλάκις αίσθηση του ωραίου και δεξιοτεχνία αλλά προπαντός τις θρησκευτικές παραστάσεις και τα θρησκευτικά βιώματα των τότε ανθρώπων. Επομένως, γίνεται δεκτό γενικότερα ότι η τέχνη τελεί καθ’ όλους τους αιώνες εις την υπηρεσίαν της θρησκείας, καθώς επίσης και ότι πάντοτε συνδέεται με κοσμοθεωρητικές προϋποθέσεις που κάνουν την τέχνη μέσον μεν έκφρασης της θέσης και στάσης του ανθρώπου έναντι του κόσμου αλλά και έκφρασης του νοήματος της ζωής, που αυτό του το δίνει η θρησκεία.
Κάθε δε θρησκείαν την προσδιορίζουν τρεις παράγοντες. Πρώτον η θέση του ανθρώπου προς το αιώνιον, δεύτερον η λατρεία και τρίτον η παράστασή του περί του θεού:
Για τον πρώτο μαθαίνουμε απ’ το πλήθος των εκσκαφέντων τάφων, εις τους οποίους μεταξύ των κτερισμάτων τοποθετούσαν και χρώματα για να μπορεί ο νεκρός να ζωγραφίζει. Όσο για τη θέση του ανθρώπου μέσα στον κόσμο, τα ευρήματα υπαινίσσονται ότι για τον παλαιολιθικό άνθρωπο η πραγματικότητα δεν είναι ακόμη διαρχική, δεν χωρίζεται δηλαδή σε Ενθάδε και Επέκεινα, όπως βραδύτερον: ο άνθρωπος είναι ενιαίος, δηλαδή ενιστικός, η ψυχή δεν διαφέρει ουσιαστικά από το σώμα και το άτομο αισθάνεται τον εαυτό του σαν ένα με τον κόσμο.
Το δε αιώνιον, δηλαδή, το θείον, υφίσταται για τον παλαιολιθικό άνθρωπο εντός του παρόντος κόσμου, όπως δηλαδή στις μεγάλες θρησκείες της Ασίας κατά τους ιστορικούς χρόνους.
Στο άλλο ζήτημα της λατρείας κατά την εποχήν των παγετώνων, το πλήθος των ευρεθεισών απεικονίσεων και λοιπών καλλιτεχνικών παραστάσεων, ρίχνει αποκαλυπτικόν φως. Η τέχνη αυτής της περιόδου στηρίζεται ολωσδιόλου πάνω στο θρησκευτικό βίωμα. Όπου απεικονίζεται ανθρώπινη μορφή, πρόκειται είτε για τη μεγάλη θεά της γονιμότητας, είτε για το μάγο, κύριο πρόσωπο της λατρείας. Σ’ αυτή δε, χρησιμοποιούσαν και μουσικά όργανα, που τα έφεραν εις φως οι ανασκαφές και άρα τεκμηριώνεται έτσι και ο θρησκευτικός χορός.
Εξάλλου και η σχέση εικόνας και εικονιζόμενου, γενικότερα, ή, η ταύτισή τους είχε μαγικό χαρακτήρα και στηριζόταν, όπως υποδηλώσαμε, στο μαγικό νόμο της συμπαντικής συμπάθειας και συγγένειας πάντων των εν τω κόσμω έμψυχων αλλά και άψυχων. Έτσι εξηγείται και η στενή σχέση εικόνας και εικονιζόμενου που συναντάμε αργότερα και στον νεοπλατωνισμό.
Όσον για το τρίτο σημείον, αυτό της παράστασης του θείου, τα ευρήματα αποκαλύπτουν για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ ότι είχε την ιδέα του ενός θεού, δημιουργού και συντηρητή του κόσμου. Τα θυσιαστήρια που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη, καθώς και η υπονοούμενη εκεί θυσία προϋποθέτει και πίστη στη θεότητα, που ακριβώς προς τιμήν της γίνεται η θυσία. Μάλιστα δε η θυσία σαν κύριος τρόπος λατρείας σημαίνει την πρώτη μορφή σχέσης ανθρώπου με το θείον. Αυτή είναι η αλήθεια για τις παλαιότατες θρησκευτικές παραστάσεις της ανθρωπότητας.
Βλέπουμε συνεπώς ότι η θρησκεία στο θρησκευτικό μεν βίωμα αποτελεί έμφυτη ψυχική λειτουργία της ανθρώπινης φύσης αλλά και ότι οι μορφές έκφρασης του βιώματος αυτού δυνατόν να μεταβάλλονται, όμως η θρησκεία συνεχίζει πάντα τον βίον της, με μορφές ανάλογες πάντα προς το νέο βάθος του θρησκευτικού βιώματος, και που τις καλύπτει η τέχνη.

Θρησκεία και Τέχνη στους Ασιάτες
Οι ανατολίτες στις καλλιτεχνικές παρορμήσεις τους και σ’ εκείνες προς τη συγκεκριμενοποίηση των θεολογικών μορφωμάτων τους οδηγήθηκαν από εξωλογικά στοιχεία: δηλαδή από το φόντο κι όχι από την εξωτερική επιφάνεια, απ’ το ψυχικό πάθος, απ’ τον αγώνα της ζωής και τον συγκλονισμόν που αυτός προκαλεί, απ’ το όραμα, απ’ την έκσταση, απ’ την ψυχικήν πλησμονή, που τη συνοδεύει λογική χαλάρωση ή και συνήθως διανοητική χαύνωση. Αυτό που στις ανατολικές θρησκείες προσδιορίζει την γενεσιουργό αιτία τους, είναι ακριβώς το ψυχικό βάθος, το ακαθόριστο των παρορμήσεων, η επιβολή πραγματικοτήτων υπέρ λόγον, οι μυστικές δυνάμεις, ο λόγος σαν αποκάλυψη και η υπερβατική θρησκευτική διάστασή του. Είτε, λοιπόν, δώσουμε σαν εξήγηση στη θρησκευτικήν συμπεριφοράν τη φυλετική ιδιοσυγκρασία, ή τον περιβαλλοντολογικό επηρεασμό, δηλαδή, είτε την ανθρωπολογική ιδιοτυπία της σημιτικής φυλής, είτε «την απεραντοσύνη, το υδρόχαρο και την άγρια πανίδα του ινδικού τοπίου είτε τη δυσκολία και το άνυδρον της αραβικής ερήμου είτε το νομαδικό βίο» κλπ., με μια λέξη θα μπορούσαμε όλ’ αυτά να τα ονομάσουμε: το μυστήριον της Ανατολής ή ο εξωτικός της κόσμος. Στην Ανατολή, δηλαδή, υπήρχε το βάθος ενάντια στην επιφάνεια, η εσωτερική αφάνεια αντίκρυ σε μια εξωτερική ορατότητα, το ψυχικό μέρος έναντι του λογικού, η δυναμική της σιγής απέναντι στη πλαστική σαφήνεια, η μυστηριακή υποβολή που εξασθένιζε την αισθητική διαύγεια, τέλος η θρησκευτική πίστη έναντι της λογικής κρίσης. Ανάλογα είναι και τα θρησκευτικά τους μορφώματα τόσο στην σύλληψή τους όσο και στην έκφραση και παράστασή τους στην τέχνη.
Ειδικότερα, όσον αφορά τους Ιουδαίους που ενδιαφέρουν τον ιουδαιοχριστιανισμό, είναι γνωστόν ότι ο Νόμος τους απαγόρευε την κατασκευή γλυπτών παραστάσεων έμβιων όντων όταν επρόκειτο να τα λατρεύουν. Δεν απαγόρευε λοιπόν τα γλυπτά παρά όταν αυτά είχαν ως σκοπόν την ειδωλολατρία. Ο ίδιος μάλιστα ο απαγορεύσας τα καλλιτεχνήματα Θεός διέταξε να σκαλίσουν τα χερουβείμ στη κιβωτό. Και αργότερα ο Σολομώντας εισήγαγε στο ναό, που κατασκεύασε, διάφορες γλυπτές παραστάσεις. Αν και η γλυπτική καθαυτή δεν ήταν ποτέ απαγορευμένη, οι Εβραίοι, είτε στην έρημο, είτε κατά την εποχή της εγκατάστασής τους στη Χαναάν δεν την άσκησαν. Η γλυπτική και η χαρακτική όμως τους χρησίμεψαν τελικά για να προετοιμάσουν διάφορα αντικείμενα προορισμένα για τη λατρεία.
Η γλυπτική συνολικά χρησιμοποιήθηκε στην έρημο για την βιαστική κατασκευή του χρυσού μόσχου και του χάλκινου φιδιού. Για δε τη γλυπτή διακόσμηση του ναού, όπως, άλλωστε, και για την κατασκευή του, ο Σολομώντας έκανε έκκληση στους Φοίνικες. Στα άγια των αγίων φρόντισε να σκαλισθούν δυο χερουβείμ. Η χάλκινη θάλασσα, στον ίδιο ναό, βασιζόταν σε δώδεκα γλυπτούς ταύρους. Ο ίδιος θέλησε επίσης να έχει ένα θρόνο με δυο λιοντάρια στους βραχίονες και άλλα δώδεκα στις βαθμίδες του θρόνου. Όταν δε οι Χαλδαίοι κυρίεψαν την Ιερουσαλήμ και το ναό, έσπασαν με τσεκουριές τα γλυπτά του, κατά μιαν ερμηνείαν.
Στην περιγραφή του ναού, που κάνει ο Ιεζεκιήλ, προϋποτίθενται γλυπτά χερουβείμ με δύο όψεις, ανθρώπινη και λιονταριού. Άξια σημείωσης είναι η αναφορά του προφήτη Ζαχαρία (γ,9) κατά την οποίαν ο ίδιος ο Ιαχβέ σκάλισε χάραγμα σε μια πέτρα, που επρόκειτο να στεφανώσει τη μετώπη του ναού και η οποία, σκαλίστηκε διακοσμητικά με ανάγλυφα.
Αγνοούμε ό,τι σχετίζεται με τη θέση που είχε η γλυπτική στον λεγόμενο δεύτερο ναό των Εβραίων. Μετά, δηλαδή, την επιστροφή απ’ την αιχμαλωσία, η εβραϊκή κοινή γνώμη έγινε πιο αυστηρή και αρνητική έναντι των γλυπτών παραστάσεων.
Τότε άρχισαν να βλέπουν τους ταύρους της χάλκινης θάλασσας και τα λιοντάρια του βασιλικού θρόνου σαν αντίθετα στον εβραϊκό νόμο. Δηλαδή έφθασαν να θεωρούν απαγορευμένη κάθε μορφή, είτε θεϊκή είτε ανθρώπινη, όχι μόνο μέσα στο ναό, αλλά και σε κάθε κοσμικό μέρος της χώρας. Έτσι με απόφαση του εβραϊκού Συνεδρίου παρεδόθη στο πυρ το ανάκτορο που είχε κτίσει στην Τιβεριάδα ο Ηρώδης, επειδή ήταν διακοσμημένο με ζώα. Εξ’αιτίας της τέτοιας αντίληψης των εβραίων ο Ηρώδης δεν χάραξε παραστάσεις ανθρώπων ή ζώων στα νομίσματα, σε αντίθεση με τους Ηρώδη Φίλιππον Β΄, Αγρίππα Α΄ και Αγρίππα Β΄ οι οποίοι επέτρεψαν την κυκλοφορίαν νομισμάτων με τέτοιες παραστάσεις.
Οι Επίτροποι, όμως, δεν επέτρεψαν παρά την κυκλοφορίαν στη χώρα των εβραίων χάλκινων νομισμάτων με εμβλήματα απ’ το φυτικό βασίλειο. Όμως, χρυσά νομίσματα με τη μορφή του ίδιου του ρωμαίου αυτοκράτορα, που είχαν μεν κοπεί στο εξωτερικό, κυκλοφορούσαν ελεύθερα στην Παλαιστίνη. Ο δε Ηρώδης Αγρίππας Α΄ επέτρεψε την γλυπτήν εικόνα των θυγατέρων του.

Θρησκεία και Τέχνη στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό
Η σχέση της τέχνης με το πρόβλημα του Θεού στα πλαίσια του αρχαιοελληνικού πολιτισμού είναι ιδιότυπη. Η αιτία που οδήγησε στην αναζήτηση της ιδέας του Θεού και η κατάληξη σε μια συγκεκριμένη όσο και σαφή παράστασή της διαφέρει απ’ εκείνην που έσπρωξε άλλους λαούς προς την ίδια κατεύθυνση: οι Έλληνες, σε αντίθεση με τους ασιάτες κινήθηκαν απ’ τη λογική και το νου.
Αυτή η ελληνική λογική οπτική, που δεν ήταν απλά μια περιορισμένη γνωσιολογική επιλογή, αλλά ένα συνειδησιακό όλον, σύμφωνα και με την ευρύτερη ψυχοπνευματική σύνθεση της ελληνικής ιδιοσυγκρασίας, όπως δείχνουν τα σωζόμενα έργα τέχνης, κάνει κατανοητό το λόγο που «η ιδέα των Ελλήνων για το θείο πήρε αυτή την ξέχωρα λαγαρή αλλά και απλή μορφή», η οποία και λουζόταν στο φως του ανθρώπινου νου. Θα δούμε τώρα πώς λειτούργησαν οι Έλληνες για την παράσταση του θείου.
Γι’ αυτούς, λοιπόν, ο μεν θεός ήταν κάτι το συγκεκριμένο και νοητικά προσδιορίσιμο, μια παράσταση αισθητή, ένα πνευματικό περιεχόμενο, ή, κάπως επί το ελληνοπρεπέστερον, μια ιδέα, που μας την αποκάλυψε και την έκανε γνωστή και παραστατή η ελληνική τέχνη.
Έτσι και το θρησκευτικό βίωμα, καθ’ όλην την μακρόχρονη εξέλιξή του, το επιτηρούσε ο νους, και έτσι ούτε που έχασε ποτέ «το μέτρο της υλικής χωρητικότητάς του» ούτε ξέπεσε σε μια χωρίς περίγραμμα ακαθοριστίαν μορφής, ούτε κατάντησε στο ανεξέλεγκτο εκείνο χάος του συναισθήματος ή και στην ομίχλη της φαντασίας κι αυτό κατά τινας, επειδή το θρησκευτικό βίωμα εβοηθείτο από την γνωστήν «αποκαλυπτικότητα του ελληνικού τοπίου», που καθόρισε αποφασιστικά, αβίαστα και φυσικά και την παράσταση των Ελλήνων για το θείο.
Αν λοιπόν εξαιρέσουμε την ποιητική διάθεση των Ελλήνων, την πλαστική τους φαντασία, το συναίσθημα επιδίωξης του ιδεώδους, και μάλιστα τη γαλήνια διάθεση για ένα «υπερκόσμιο νόστο» που τη δημιουργεί ακριβώς η συνείδηση για το πρόσκαιρο, την περατότητα και το οριακόν της ανθρώπινης φύσης, κατά τα λοιπά, διαπιστώνουμε τον προσγειωμένα δυνατό δεσμό του στοχασμού των Ελλήνων με τη φύση, διότι και το πνευματικό πρόσωπό τους ήταν εξαιρετικά σύμμετρο με το φυσικό τους περίγυρο, που επιδρούσε πάνω τους σαν αποκαλυπτικό τοπίο. Έτσι, και η πλαστική σκέψη τους μπόρεσε να συγκεκριμενοποιήσει την ιδέα τους για τις θεϊκές δυνάμεις, που έχουν για φορέα τους το θείο, και τις οποίες ο Έλληνας τις διέκρινε σε κακοποιές και αγαθοποιές, αφού, κατ’ αυτόν, και το αγαθό όσο και το κακό είναι συστατικά και ισοδύναμα μέρη της φυσικής πραγματικότητας. Η αρχαία ελληνική τέχνη βρίθει από τέτοιες παραστάσεις θεϊκών δυνάμεων.
Ένα δεύτερον σημείον στο χώρο της πλαστικής είναι ο ειδικότερα και συγκεκριμένα ανθρωπομορφικός χαρακτήρας των αγαλμάτων των θεών και αφού, οι Έλληνες έδωσαν στο θείο μορφήν συγκεκριμένην, συλληπτήν και οπτικώς περιορίσιμη,
«Τι άλλο σημαίνει αυτό, παρά ότι η ιδέα του υπέρτατου όντος χωρίς καν να μειωθεί επί το ελάχιστον ούτε στην άπειρη διάστασή της ούτε στο ποιόν της τελειότητάς της δεν είχε στη φαντασία των Ελλήνων παρά τα όρια μιας διάστασης και την αυστηρότητα της συνεκτικότητας; Πρόκειται δηλαδή για εκείνο το ανασχετικό veto που πάντα προβάλλει η νόηση μπροστά στην ανοιχτή δυνατότητα του χάους».
Και μόνο λοιπόν το γεγονός ότι οι Έλληνες προσέδιδαν μορφή στους θεούς και τους έθεταν όρια, τους συμμόρφωναν δηλαδή στο διατεταγμένο καθεστώς της λογικής, στο ρυθμό και την αναλογία των στοιχείων, μ’ άλλα λόγια σε μια λογική πειθαρχία αλλά και λογική παραδοχή, αποτελεί μια ακόμη αξιοπρόσεκτη διαπίστωση αναντίρρητα.
Το πιο ενδιαφέρον όμως σημείον είναι ότι όχι μόνον συνέλαβαν του Θεού την μορφήν, αλλά και την συνέλαβαν και την παρέστησαν οι Έλληνες με βάση το αρχέτυπον της ανθρώπινης μορφής: Η μορφή των θεών, δηλαδή, μπήκε στην ελληνική γλυπτική «περνώντας απ’ το δίαυλο της ανθρώπινης εικόνας.»
Ο Θεός μ’ άλλα λόγια κατά τους Έλληνες, όσο Αχώρητος και Απερίληπτος κι αν είναι, δεν γίνεται παρά να συμπεριληφθεί στα ανθρώπινα μέτρα: Οτιδήποτε δηλαδή, αξιώνει υπέρ του εαυτού του το ασύλληπτο και άμετρο της φύσης του, αλλά και οτιδήποτε υπερβαίνει το βεληνεκές του ανθρώπινου λόγου, θεωρείται χωρίς νόημα και χωρίς ουσία, εφόσον τόσον το άπειρο όσον και το ασύλληπτο αλλά και το αδιανόητον συμπίπτει με το χάος. Ακριβώς δε η ιδέα του Θεού έρχεται για να μεταβάλει αυτό το χάος σε κόσμο, του οποίου παράσταση μας δίδει η τέχνη.
Εκτός της παράστασης του Θείου στις εικαστικές τέχνες, έρχεται η αρχιτεκτονική, σαν μορφή τέχνης σχετιζόμενης με τη θρησκεία.
Η Αρχιτεκτονική των Ελλήνων αποτελεί θεμελίωση της θρησκευτικής αντίληψης για την ενδοκοσμική πραγματικότητα. Ο ελληνικός δε ναός αποτελεί την αποθέωση του λογικού και της συμμετρίας.
Και πρώτον: η σχέση και το δέσιμο του ναού με το χώρο υποβάλλει την εντύπωση ενός σύμφυτου προς τη γη και το περιβάλλον δεσμού. Στην αρχιτεκτονική των Ελλήνων αποκρούεται σταθερά η υπερβολή, το αφύσικο, η αίσθηση του υπέρογκου, η δυσαναλογία και η ψυχική ανασφάλεια.
Απορρίπτονται δε ασυμμετρίες, εκκεντρικότητες, παραδοξότητες τύπου Βαβέλ, πυραμίδων και ινδικών αντιφατικών κτισμάτων.
Το κατοικητήριο λοιπόν του Θεού είναι μια σε μικρογραφία αναπαράσταση του ελεύθερου
υπαίθριου χώρου, όπως αυτός πλάσθηκε απ’ το χέρι του Δημιουργού, για να υπακούσει στις αρχές και τους νόμους που ονομάζουμε τάξη και αρμονία της φύσης.
Ιδιαίτερη δε σημασία και σπουδαιότητα έχει η ευθεία γραμμή, που δεσπόζει στην ελληνική αρχιτεκτονική. Και η καμπύλη μόνο σαν ολοκληρωμένη σε κύκλον, που εθεωρείτο απ’ τους Έλληνες και το τελειότερον σχήμα, εμφανίζεται και μάλιστα αποκλειστικά στους κίονες: Για το νόημα αυτής της ευθείας λέμε ότι η ευθεία είναι η γραμμή της ισορροπίας. Σημαίνει, δηλαδή, τη γαλήνη και το ολοκληρωμένο και τετελεσμένο κατόρθωμα . Μέσα της, μ’ άλλα λόγια, δεν υπάρχει κάτι το ατέλεστο, το δυνάμει, η αναζήτηση, η έλλειψη, ο αγώνας. Αυτή είναι που ορίζει την εντελέχεια της γραμμής. Κατάστασή της είναι η ακινησία. Είναι ολοκλήρωση του εσωτερικού δυναμισμού, αλλά και τέλος του, με τις δυο σημασίες που έχει η λέξη «τέλος» στην ελληνική: του πέρατος, δηλαδή, και του σκοπού. Η κυρίαρχη παρουσία της ευθείας σημαίνει εκείνη τη μεταφυσική ισορροπία που δίδει προτεραιότητα στο λογικό στοχασμό χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι Έλληνες δεν τόλμησαν να καταδυθούν στο βυθό της υπερβατικής περιοχής. Αντίθετα, σημαίνει ότι η θρησκευτική αγωνία και η πάλη τους ήταν υποδειγματικά και αρχέτυπα οδυνηρή και γνήσια, γιατί ήταν υποδειγματικά και ανθρώπινα ανθρώπινη. Συγκεκριμένα τα αετώματα είναι που ερμηνευτικά περιγράφουν καίρια την εναρμόνιση λογικού και υπέρλογου, του εντεύθεν και εκείθεν, του μορφικού και του άμορφου, του διονυσιακού και του απολλώνιου. Ο δε Παρθενώνας συμβολίζει εκείνην την αιώνια ουσία του κλασσικού πολιτισμού. Σε σύγκριση, τέλος, με την καμπύλη της χριστιανικής αρχιτεκτονικής, η τελευταία εκφράζει την υπερκέραση της λογικής από το συναίσθημα, την ανειρήνευτη τάση του χριστιανού πιστού προς το άπειρον.
Η ελληνική κλασσική αρχαιότητα εξιδανικευμένη αργότερα είχε εμπνεύσει σαν ιδεώδες στους ρωμαίους ανθρωπιστές των κύκλων του Σκηπίωνα, Κικέρωνα, Οράτιου, ένα κατά βάθος αθεϊσμόν με μορφή όμως αισθητική και με καλλιτεχνικό χαρακτήρα, που ήταν στην ουσία προϊόν παρακμιακής σύλληψης και που κληροδοτήθηκε κατόπιν στην Αναγέννηση, το Διαφωτισμό, το νεότερο κλασσικισμό αλλά και το γερμανικό ιδεαλισμό. Αυτή η ρωμαϊκή εκδοχή εμφανίστηκε υπό την νατουραλιστική της μορφή, δηλαδή σαν πίστη στη ζωή και μονομερή αφοσίωση στις βιολογικές αξίες με τρόπο ελεύθερο, απεριόριστο και άνευ όρων, σαν η αυτοτέλεια και αξιοπρέπεια της ανθρώπινης προσωπικότητας, ή σαν η πραγμάτωση της ιδέας άνθρωπος, ή και σαν η ενσάρκωση του ιδεώδους ανθρώπου. Στην ουσία, λοιπόν, πρόκειται για καθαρά ρωμαϊκή σύλληψη, φιλοτεχνημένη κατά τη ρωμαϊκή ιδιοσυγκρασία, χωρίς να εκπροσωπεί διόλου τους Έλληνες κλασσικούς, εσφαλμένη, ή, τουλάχιστον, αφόρητα μονομερής, όπως έδειξαν τα ευρήματα της αρχαιολογικής σκαπάνης που μας επιτρέπουν να απομαντεύσουμε τα θρησκευτικά βιώματα και τη θρησκευτική καθόλου κοσμοθεωρία, απ’ την οποία προήλθαν και της οποίας έκφραση είναι αυτά τα έργα τέχνης.
Τα ερωτήματα, στα οποία πρέπει να δοθεί απάντηση είναι: Έφερε η μορφή και ο τρόπος του βίου των Ελλήνων της κλασσικής εποχής αποκλειστικά αισθητικό χαρακτήρα, όπως ισχυρίζεται ο εν λόγω ανθρωπισμός και ο ευρωπαϊκός νεότερος κλασσικισμός; Η γένεση της κλασσικής τέχνης οφείλεται απλά και μόνο στην αίσθηση του ωραίου και επιδιώκει μονομερώς την πραγμάτωσή του με μορφές καλλιτεχνικές; Είχαν οι κλασσικοί Έλληνες μια τόσο «ανθρωπιστική» αντίληψη του κόσμου, ώστε να αποθεώσουν τον άνθρωπο, όπως πίστευαν και πιστεύουν ανθρωπιστές και κλασσικιστές; Ιδού και η απάντηση που δίνει στους ισχυρισμούς των η σύγχρονη έρευνα: είναι τέτοια και σε τόση έκταση η σχέση τέχνης και θρησκείας στην κλασσική αρχαιότητα, ώστε, σύμφωνα και με έκφραση σύγχρονού μας αρχαιολόγου, «θα τρόμαζαν απ’ αυτήν οι εκπρόσωποι του μέχρι προ τινός  κυκλοφορούντος τουλάχιστον μονομερούς ανθρωπισμού και κλασσικισμού», οι οποίοι πλανώνται όταν θεωρούν τον Έλληνα των κλασσικών χρόνων στραμμένον μόνο προς τη γη και τις επίγειες χαρές και απολαύσεις και αγαθά, είτε και σαν κάποιον αυτοτελή και ανεξάρτητο απ’ το Επέκεινα, αρκούμενον, δηλαδή, στον εαυτό του και τις δικές του δυνάμεις, και επιπλέον σαν ανθιστάμενο και εναντιωμένον στον θεό, κάτι σαν άλλο Προμηθέα.
Πλανώνται δε οι εν λόγω ανθρωπιστές όσον και οι κλασικιστές, κι αυτό διότι όλοι σχεδόν οι μύθοι, που χρησιμεύουν σαν θέματα των κλασσικών τραγωδιών, είναι εύγλωττα παραδείγματα για την ανθρώπινη υπέρβαση των θείων εντολών, την περίφημη «ύβριν», δηλαδή, εκείνην την υπερβολική εμπιστοσύνη του ανθρώπου στις δικές του αποκλειστικά δυνάμεις. Έτσι, και ο Πίνδαρος μιλάει για εκείνα τα όρια, που χωρίζουν την περιοχή του θείου από τον άνθρωπο.
Είναι, λοιπόν, ξένη στους Έλληνες κλασσικούς μια αποθέωση και ισοθεΐα του ανθρώπου, την οποίαν όμως συναντάμε μόνο στο πάνθεο του ρωμαϊκού ανθρωπισμού ή και στους νεότερους χρόνους μας. Πάντως, κατά Πλάτωνα και αυτή η «ομοίωση του ανθρώπου με το Θεό», γίνεται μόνο «θεία συνάρσει και βουλήσει» κι όχι «επαναστατικώ δικαίω», δίκην Προμηθέα. Πρώτοι, λοιπόν, οι Ρωμαίοι ήταν που θεώρησαν τον άνθρωπο σαν Θεό, πάντως επίγειο, θεοποιώντας τον.
Διαφορετικά όμως απ’ τη ρωμαϊκή αντίληψη και μόνο από εκείνη τη συνάρτηση του κλασσικού Έλληνα προς το Θεό, που δεν αποτελεί παρά σχέση αγεφύρωτης διαφοράς των δυο, είναι που γεννήθηκε η κλασσική ελληνική τέχνη.
Κι απ’ αυτές δε τις θρησκευτικές προϋποθέσεις της κλασσικής τέχνης, δηλαδή, απ’ την τραγική όσο και απαισιόδοξη κοσμοθεωρία της εξηγείται και εκείνη η βαρυθυμία και μελαγχολία της έκφρασης, διάχυτη στις φυσιογνωμίες των έργων της κλασσικής τέχνης.
Αυτές, δηλαδή, προϋποθέτουν, συγκεκριμένα, την αναφερθείσα συνάρτηση προς το Θεό, τις τραγικές συγκρούσεις και το αδιέξοδο, που δημιουργείται π.χ. στις τραγωδίες του Αισχύλου και Σοφοκλή. Διότι ακριβώς το νόημα των τραγωδιών είναι: ο άνθρωπος σαν θύμα της αυτογνωσίας του, που και είναι σύμφυτη η τελευταία αυτή στην ανθρώπινη φύση, αυτή δε είναι που κάνει τους ανθρώπους να πονούν. Άρα, οι τραγωδίες δεν στοχεύουν ορισμένως στην τέρψη, αλλά στην αποκάλυψη με αισθητό τρόπο του θείου, καθώς και στους νόμους του, και στις βουλές και ενέργειές του. Εδώ, επομένως, κάθε άλλο παρά πρόκειται για ποίηση κοσμική, αλλ’ αποτελεί μέρος της ίδιας της λατρείας του Διονύσου. Όπως δε οι αρχαίοι μύθοι, έτσι και οι τραγωδίες, που βασίζονται σ’ αυτούς, διδάσκουν την τραγικότητα της ζωής, τον περιορισμό, το μέτρο αλλά και την ταπεινοφροσύνη. Αυτά ήταν τα τραγικά βάθη και του κλασσικού ανθρώπου, που, επειδή τα διαισθάνθηκε επίσης ο μέγας Goethe, φοβόταν ότι θα συντριβόταν ο ίδιος, εάν επιχειρούσε να γράψει τραγωδία κατά τα πρότυπα των αρχαίων τραγωδιών.
Πάντως, για τους σημερινούς ανθρώπους η κλασσική αρχαιότητα δεν αποτελεί ζήτημα και θέμα μονομερώς αισθητικό, χρήσιμο προς διαμόρφωση χαρωπού και ποιητικότερου βίου, αλλά μια κατάσταση και μορφή ζωής, απ’ την οποία μαθαίνουμε δια της ομορφιάς τί σημαίνει ανθρώπινη υπόσταση και ύπαρξη κατά τους κλασσικούς. Αν δε η κλασσική εποχή είναι αξιοσέβαστη σήμερα, είναι γιατί αυτή συναισθανόταν τί φοβερό και ολέθριο πράγμα είναι η εμπλοκή στα χέρια του Θεού. Ό,τι δηλαδή και μέσα στα πλαίσια του χριστιανισμού υπογράμμιζε ο απόστολος Παύλος, όταν έγραφε: «Φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας θεού ζώντος».
Το ιδιαίτερον δε των κλασσικών ήταν ότι μολαταύτα η τέχνη τους δεν παρίστανε το Θεό με δαιμονική μορφή, αλλά με τελειότατη ομορφιά, έτσι ώστε η ίδια εποχή αντλούσε απ’ την αίγλη του Θεού τη δύναμη εκείνη που χρειάζονταν οι άνθρωποι, για να βαστάξουν δια της ομορφιάς τη φρίκη και το άχθος της ανθρώπινης ατομικότητας. Αυτό εννοούν και αυτή τη σημασία δίνουν στο κλασσικό στοιχείο όσοι κλίνουν το κεφάλι με κατάνυξη στην τέχνη της κλασσικής εποχής.
«Δι’ αυτής εμφανίζεται ο κόσμος ως καλλιτεχνικό σύμβολο, όπου η ανθρώπινη μορφή χρησιμοποιείται και απ’ την ποίηση και απ’ την πλαστική τέχνη, για να μπορεί το Ασύλληπτο, το θείο να είναι και αισθητό στον άνθρωπο αλλά και να αποτελεί βίωμά του. Αυτό δε το σύμβολο αναφέρεται στο νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά και η τέχνη αυτή μας δίνει τις δυνατότητες και τα όρια του ανθρώπου, τα ύψη και τα βάθη του, τις ελευθερίες καθώς και τις μεταφυσικές του δεσμεύσεις».


Read more:http://www.egolpion.com/55DEC87B.el.aspx#ixzz49Tkdop7q