Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

ΑΛΠΙΝΙΣΤΗΣ ΚΑΙ Η ΕΝΟΤΗTA ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΑΛΠΙΝΙΣΤΗΣ ΚΑΙ Η ΕΝΟΤΗTA ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


Ο ΑΛΠΙΝΙΣΤΗΣ
ΚΑΙ Η ΕΝΟΤΗTA ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
«Δείξτε» γράφει, «σ’έναν Ρώσο μαθητή που δεν έχει ιδέα από αστερισμούς το χάρτη τ’ουρανού  κι αυτός αύριο κιόλας θα σας τον επιστρέψει διορθωμένο» (1) .
   
    Θεία Ευχαριστία, επίσκοπος και εκκλησία είναι τρία πράγματα που όχι μόνο συνδέονται οργανικά αλλά συνάμα ταυτίζονται. Όταν κάνω λόγο για οργανική ενότητα και ταύτιση, δεν πρέπει ο αναγνώστης να φέρνει στο νου του αφηρημένες εικόνες ή σχήματα θεωρίας που έλαβαν χώρα σε μια «αποστατημένη» περίοδο της εκκλησίας και της κτίσης, αλλά για μία αρχέγονη αλήθεια (εδώ ο αναγνώστης πρέπει να εστιάσει στην εικόνα της εκκλησίας και στα δόγματα της Αλήθειας που ως ζωντανός οργανισμός φέρει) που ενώ η καταγωγή της θα μπορούσε να χρονολογηθεί από την αρχή της δημιουργίας σε μια αρραγή ιστορική ενότητα ωστόσο εκδηλώνεται ιστορικά και με μία δυναμική εξέλιξη στη φύση και στην ιστορία απ την ημέρα της πεντηκοστής απ όπου η εκκλησία φανερά και δημόσια εκδηλώνεται στον κόσμο.
      Η αφιλοσόφητη θεωρία των νέο-προτεσταντών του Ελλαδικού χώρου, η κακή προαίρεση και η άγνοια βασικών αληθειών και γεγονότων, αποτελεί όχι μόνο ένα κακό σύμβουλο για περαιτέρω ανάπτυξη και έρευνας  του αντικειμένου για το οποίο θα μιλήσω αλλά συνάμα μια απαίδευτη φιλοσοφία με αποτελέσματα άκρως επικίνδυνα για τον σημερινό άνθρωπο που ψάχνει απαντήσεις για τα υπαρξιακά του ερωτήματα.
      Το κωμικό και συγχρόνως τραγικό που διαδραματίζεται σ’ αυτούς τους επικίνδυνους χώρους είναι η προσπάθεια των ομιλητών να πείσουν και να σαγηνεύσουν το κοινό που τους αφουγκράζεται, ότι το σύνολο ιδεών ενός ορισμένου θέματος έχει ως πυρήνα την θεοπνευστία και την αποκάλυψη του Θεού που εκδηλώνεται με χαρισματικό τρόπο στο νου και την καρδιά του κήρυκα. Φυσικά για αμφισβήτηση ουδέν λόγος γίνεται εκτός αν ο κήρυκας καινοτομεί σε βασικές αλήθειες που πρεσβεύει η ομολογία της ομάδας στην οποία  ως μέλος και ο ίδιος, ζει, κινείται και πορεύεται. Έτσι, ο επινίκιος ύμνος για την αξία της ομιλίας που διαδραματίζεται στα κλειστά πλαίσια της χαρισματικής ομάδας θα πρέπει να θεωρείται δεδομένος.
     Τι γίνεται όμως στη περίπτωση που ένας ώριμος μελετητής και ερευνητής διαπιστώσει ότι ο άξονας μιας Α ή Β διδασκαλίας είναι ένας επιπεδόκυρτος κορμός με θεωρήματα άκρως επικίνδυνα για την ψυχοσωματική ενότητα του Προσώπου;
     Ο παρατηρητής αυτός δεν θα αργήσει να αντιληφθεί και να επισημάνει τα τραγικά λάθη σε έννοιες και σχήματα που ο αφιλοσόφητος βιαστής θυσιάζει στο βωμό της άγνοιας και της πλάνης ενώ ταυτόχρονα θα έρθει σε αμηχανία διότι δεν θα γνωρίζει πως θα μπορέσει να χορηγήσει τα κατάλληλα φάρμακα σ’έναν οργανισμό που νοσεί και αντάμα είναι μεταδοτικός σε αδύναμους οργανισμούς. Τα παραδείγματα που θα μπορούσα να αναφέρω είναι πολλά και τολμώ να πω αναρίθμητα. Γι’αυτό θα περιοριστώ απλά να κατονομάσω  ορισμένες  παρανοήσεις που αλλοτριώνουν  το πραγματικό περιεχόμενο δημιουργώντας μια νέα κατάσταση με συνήγορο την αποκάλυψη, την Αλήθεια του Ευαγγελίου, παραπέμποντας  σε αλλοτινούς καιρούς, σφαίρα κι αυτοί μιας  νοσηρής αλήθειας και πράγματι κωμικής. Δεν θα ήταν καθόλου άτοπο θεολογικά και ιστορικά να ισχυριστώ ότι ο νέο-προτεστάντης αλπινιστής έχει δημιουργήσει ένα δικό του ευαγγέλιο ασχέτως αν αυτός ισχυρίζεται το αντίθετο!!!
    Δόγμα, Εκκλησία, Θρησκεία, Μυστήρια, Φιλοσοφία (ιστορία και συμβολή), Λόγος Θεού, προϋποθέσεις ορθής Θεολογίας, Θεολογία, Ιερά Παράδοση, είναι μόνο λίγα παραδείγματα  που όπως προανέφερα, οι αλπινιστές όχι μόνο αγνοούν ΔΡΑΜΑΤΙΚΑ αλλά τολμούν και να ερμηνεύσουν ωσάν να κατέχουν τα κατάλληλα εφόδια για ένα τέτοιο επιχείρημα.  Ειλικρινά δεν ξέρω πως ένας ενημερωμένος Ορθόδοξος Χριστιανός θα μπορεί ή αν θα πρέπει να τους αντιμετωπίσει. Ίσως μια λύση θα ήταν οι θεολόγοι να πετάξουν τα πτυχία τους, οι καθηγητές να παραιτηθούν, οι δογματολόγοι και οι πατρολόγοι να σκίσουν τα βιβλία τους και τις διδακτορικές διατριβές τους, διότι οι ορδές των αναγεννημένων σαρώνουν οτιδήποτε βρίσκεται απειλητικά μπροστά τους επιστρατεύοντας πάντα και με ανήθικο τρόπο (άραγε με ποια ιδιότητα;) διάφορα χωρία της Γραφής  για να τονίσουν ότι δεν υφίσταται κάποια ανάγκη μορφής γνώσεως, ταυτίζοντας λίγο έως πολύ τους εαυτούς τους με τους δώδεκα αποστόλους…
   Σ’αυτό το σημείο δεν νομίζω ότι χρειάζεται περαιτέρω να σχολιασθεί το ολίσθημα ενός οπαδού που επικοινωνεί μόνο με συνθήματα. Είναι επίτευγμα καθαρά δικό του και συνοδοιπόρος στην αφροσύνη και τον άκρατο ενθουσιασμό δεν θα βρει κανέναν από μας.
   Για την Θεία Ευχαριστία καθώς και την άρρηκτη ενότητα της με το πρόσωπο του επισκόπου (ένα θέμα άγνωστο για το σύνολο των νέο-προτεσταντών αλλά συνάμα και ένα θέμα πολύ σοβαρό που αν δεν μελετηθεί ορθά σε όλες τις προεκτάσεις του, οι θεολογικές συνέπειες θα είναι άκρως επικίνδυνες, καθότι η διχοτόμηση από την ορθή θεολογία θα πρέπει να θεωρείται αυτονόητη) και φυσικά με την Εκκλησία, επιστρατεύω ένα απόσπασμα από τη διδακτορική διατριβή του Περγάμου κ. Ζηζιούλα:
    Διεμορφώθη, ούτω, κατά την εποχήν ταύτην σαφώς η συνείδησις, ότι η «καθολική εκκλησία» αποτελεί  έννοιαν  περιλαμβάνουσαν απαραιτήτως εκτός της Ορθοδοξίας και την κυρίως εκκλησιαστικήν, ήτοι λειτουργικήν, κοινωνίαν. Δια τούτο ο Ωριγένης ομιλεί εις τα συγγράμματα του περί δύο ομάδων εν τω Χριστιανισμώ, τας οποίας και αντιπαρατάσσει προς αλλήλας: οι μεν καλούνται «εκκλησιαστικοί», οι δε «οι από των αιρέσεων», θεωρεί δε καύχημα του ότι δεν ανήκει απλώς εις την ομάδα των «χριστιανών», αλλά των «εκκλησιαστικών». Ο ανήκων εις την ομάδα των αιρετικών καλεί εαυτόν «χριστιανόν» («professione  quidem christianus est, intellectu autem fidei  haereticus et perversus est”), ενώ αντιθέτως ο «εκκλησιαστικός»  δεν καλείται απλώς «χριστιανός»  αλλά και «καθολικός»: “fidei credulitate  et professione  nominis christianus est et catholicus”. «Εκκλησιαστικός» και «καθολικός» ταυτίζονται και το εν ερμηνεύει  το άλλο. Ο «αιρετικός» μαχόμενος τον «εκκλησιαστικόν» μάχεται τον «καθολικόν», ως άλλοτε ο Αιγύπτιος και εκ μητρός μόνον Ισραηλίτης εμάχετο  τον γνήσιον Ισραηλίτην: «adversus ecclesiasticum, adversus catholicum litigat».  Ο ταυτισμός ούτως «εκκλησιαστικού» και «καθολικού» αποτελεί  χαρακτηριστικόν δείγμα της χρήσεως του όρου «καθολική εκκλησία» προς δήλωσιν ήδη της «εκκλησιαστικής κοινωνίας» ουχί μόνον εν τη πίστει, αλλά και εν τη Θεία Ευχαριστία. Ως μαρτυρεί  μεταγενέστερον κείμενον,  το οποίον εν τούτοις απηχεί αρχαιοτέρας  καταστάσεις, δια την είσοδον ξένων εις τινά παροικίαν  δεν ήρκει να ερωτηθούν, εάν ήσαν «πιστοί», αλλά και εάν ήσαν «εκκλησιαστικοί», ήτοι εν τακτική κοινωνία μετά της Καθολικής Εκκλησίας.
  Χαρακτηριστικόν παράδειγμα  της συνδέσεως Ευχαριστίας και Ορθοδοξίας  κατά τας αρχάς του γ’  αιώνος αποτελεί  και το προσφάτως ανακαλυφθέν, λίαν ενδιαφέρων  δια την ιστορίαν  του Δόγματος και της Λειτουργίας, κείμενον του Πάπυρου Toura  επιγραφόμενον   «Ωριγένους  διάλεκτοι  προς Ηρακλείδιν  και τους συν αυτώ επισκόπους [περί  π(ατρός) κ(αί)  υ(ίου) κ(αί) ψυχής]» εκδοθέν  τω 1949 υπό  J. Scherer. Πρόκειται  περί του κυριωτέρου μέρους  των Πρακτικών επισκοπικής συνόδου, περιλαμβάνοντος   και την συζήτησιν  μεταξύ Ωριγένους  και επισκόπου τινός Ηρακλείδου, του οποίου αι ιδέαι είχον προκαλέσει  την σύγκλησιν  της συνόδου. Εκείνο το οποίον ενέχει σημασίαν δι’ ημάς ενταύθα είναι ότι κατά την συζήτησιν περί της σχέσως του Υιού προς τον Πατέρα ο Ωριγένης  αναφέρεται εις την ευχήν της Ευχαριστίας, δια να τονίσει ότι το περιεχόμενο της ευχής και το περιεχόμενον  της πίστεως πρέπει  να ευρίσκωνται εις απόλυτον αρμονίαν.  Η σχέσις του Υιού προς τον Πατέρα είναι σχέσις ενότητος της φύσεως εν τη διακρίσει των προσώπων, διό και η «προσφορά (της Ευχαριστίας) γίνεται Θεώ Παντοκράτορι δια Ιησού Χριστού ως προσφόρου (η προσφέρουσα) τω Πατρί την θεότητα αυτού, μη δίς αλλά Θεώ δια Θεού προσφορά γινέσθω…» (2,24. Ενθ.αν.σ.62). Ούτω, η Ορθόδοξος πίστις και η ευχαριστιακή προσφορά, ήτις πιθανώτατα  και προεκάλεσε  την συζήτησιν, ευρίσκονται εις αμοιβαίαν εξάρτησιν, εκ της αρμονίας δε των δύο εξαρτάται και η ενότης της Εκκλησίας εις τρόπον, ώστε οιοσδήποτε , είτε επίσκοπος είναι ούτως είτε πρεσβύτερος, διαφωνών «ουκ εστίν επίσκοπος, ουκ εστίν πρεσβύτερος, ουδέ λαϊκός, ει διάκονος, ουκ εστίν διάκονος, ουδέ λαϊκός, ει λαϊκός εστίν, ουκ εστίν λαϊκός ουδέ συνάγεται (τ.ε. δεν μετέχει της ευχαριστιακής συνάξεως)» (5,5. Ενθ’ αν. σ.64).
   Η τοιαύτη διαμόρφωσις  της συνειδήσεως  περί καθολικότητας της Εκκλησίας διά της οριστικής πλεόν συνενώσεως της ευχαριστιακής κοινωνίας μετά  της Ορθοδοξίας απεικονίζεται  σαφώς εις τον τρόπον, δια του οποίου η Εκκλησία της εξεταζομένης  περιόδου εξέθετε την φύσιν του επισκοπικού θεσμού. Παλαιότερον, ως είδομεν, ο επισκοπικός θεσμός συνεδέετο εν αρχή μεν κυρίως μετά της Θείας Ευχαριστίας (Κλημης Ρώμης, Ιγνάντιος), αργότερον δε κυρίως και μετ’ εμφάσεως  μετά του διδακτικού του έργου  (Μαρτ. Πολ. Ηγήσιππος, Ειρηναίος). Κατά τας αρχάς του ΄γ αιώνος αμφότερα τα στοιχεία ταύτα συνενούνται εις εν και ο Επίσκοπος αποτελεί σαφώς την ταυτόχρονον έκφρασιν αμφοτέρων.  Τούτο απεικονίζεται εις το πολυτιμότατον δια την Ιστορίαν  κείμενον  της εποχής ταύτης, την «Αποστολικήν  Παράδοσιν» του Ιππολύτου. Προσεκτική εξέτασις  των μαρτυριών, τας οποίας  δίδει περί του Επισκόπου το κείμενον τούτο, μας πληροφορεί, ότι ο Επίσκοπος, όστις ήτο διά την Εκκλησίαν αυτού alter Christus και alter apostolus, συγκεντρώνει εν εαυτώ την εξουσίαν τόσον του «ποιμαίνειν  την ποίμνην» της Εκκλήσίας του, ήτοι του διδάσκειν αυθεντικώς  τα μέλη αυτής, όσον και του «προσφέρειν σοι τα δώρα της αγίας σου Εκκλησίας», ήτοι του τελείν την Θείαν Ευχαριστίαν.  Ούτω, περί τας αρχάς του γ΄ αιώνος και υπο την πίεσιν της αιρέσεως, η οποία έτεινεν ήδη να περιβληθή τον εκκλησιαστικόν μανδύαν, η ενότης εν τη Θεία Ευχαριστία συνδυάζεται μετά  της ενότητας εν τη Ορθοδοξία, ενώ ο Επίσκοπος καθίσταται σαφώς διά της χειροτονίας του ο διάδοχος των Αποστόλων τόσον εν τη προσφορά της Ευχαριστίας όσον και εν τη διαφυλάξει της Ορθοδοξίας(2).
   Αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα, διαβάζοντας την παραπάνω εργασία, ότι δεν επιδιώκω να δώσω απαντήσεις σε παγιωμένες  έως απολιθωμένες θέσεις, ενός πουριτανού αλπινιστή οπαδού (άλλωστε δεν αναζητώ αυτούς), αλλά να παρακινήσω σε έρευνα και μελέτη έναν προτεστάντη που η καρδιά του ακόμα χτυπά και δεν παραδόθηκε  εξ ολοκλήρου στα χέρια της ανελεύθερης  ηγεσίας, αλλά σ’εκείνον  που τα παράθυρα και οι θύρες του σπιτιού είναι ακόμα ανοιχτά και οι ακτίνες του ήλιου τολμούν να φωτίσουν το χώρο που της δίνει και για όσο επιτρέπει ο κύρης του σπιτιού. Ελπίζω, εύχομαι και προσεύχομαι, να ανοίξουν διάπλατα όλα τα παράθυρα και να κατοικήσει το Φώς του Χριστού σε όλες τις ανθρώπινες υπάρξεις όπως το πρωινό τραγούδι ενός πουλιού σε μια όμορφη από χρώματα και άνθη επαρχιακή πόλη.

«ή γάρ αγνοούντες διδάξομεν ή κακουργούντες ουκ επιτρέψομεν»
(Μέγας Βασίλειος)  
 Μάριος Μπακογιάννης

Σημειώσεις:
1: Ντοστογιέβσκη, «οι αδελφοί Καραμάζωφ», Γ’ τόμος
2: Η Ενότης της Εκκλησίας εν τη Θεία Ευχαριστία και Επισκόπω κατά τους τρείς πρώτους αιώνας, Περγάμου κ. Ζηζιούλα


Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com
6    ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ  2011 


Read more:http://www.egolpion.net/alpinistis_enotita.el.aspx#ixzz2jmvo5QlS

π. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ: ΗΤΑΝ ΘΝΗΤΟΨΥΧΙΤΗΣ;

π. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ: ΗΤΑΝ ΘΝΗΤΟΨΥΧΙΤΗΣ;


π. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ:
ΗΤΑΝ ΘΝΗΤΟΨΥΧΙΤΗΣ;
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
Η ΖΩΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΥ
Η΄ ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΓΕΝΕΘΛΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ  Τ.Θ. 107, 32100 Λεβαδειά

   Στο τέλος της δεκαετίας του '50 έγινε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση αναφορικά με τονθνητοψυχισμόμε αφορμή την διδακτορική διατριβή του π. Ιωάννου Ρωμανίδου, που ετοίμαζε να υποβάλη στην θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η συζήτηση, βέβαια, επεκτάθηκε σε πολλές θέσεις της μελέτης, αλλά εδώ θα επιμείνουμε λίγο στις θέσεις του για την αθανασία της ψυχής.
Σε σχετικό κεφάλαιο της μελέτης του με τίτλο«ο προορισμός του ανθρώπου»κάνει λόγο για την «ηθική τελείωση», την «τελείωση και πτώση» και για την «αθανασία». Αντιμετωπίζει το θέμα της αθανασίας, επειδή γι' αυτήν ομιλούσαν και οι φιλόσοφοι, όπως είπαμε προηγουμένως, αλλάκατά τρόπο διαφορετικό από την διδασκαλία της Εκκλησίας.
Στην διατριβή του ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης υποστήριζε την άποψη ότι η ψυχή είναι αθάνατη, αλλάκατά Χάριν και όχι κατά φύσιν,αφού είναι κτιστή, δηλαδήέχει μια συγκεκριμένη αρχή και δεν είναι άχτιστη. Αυτό το έγραφε για να μην γίνεται σύγχυση μεταξύ της φιλοσοφίας και της θεολογίας, και είναι συνάρτηση τον γενικού θέματος, που ανέπτυσσε, δηλαδή της διακρίσεως μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό, της πτώσεως και του θανάτου, καθώς επίσης και της θεώσεως του ανθρώπου8.
Οι γενικές και κεντρικές αυτές θέσεις του που είναι ορθόδοξες,δημιούργησαν προβληματισμό σε μερικούς θεολόγους, που είχαν διαποτιστεί από την σχολαστική θεολογία της Δύσεως, ανεπίγνωστα.Τουλάχιστον φαίνονταν ως καινοφανείς διδασκαλίες, άγνωστες έως τότε. Περιττόν να λεχθεί ότι η διατριβή αυτή υπήρξε μια αποκάλυψη, καιαπό τις πρώτες μελέτες που φανέρωναν την βαβυλώνεια αιχμαλωσία της «ορθόδοξης θεολογίας στην Ελλάδα», στην δυτική θεολογία και προβληματική.Γι’ αυτό και προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση. 
Διατύπωσαν, λοιπόν, την άποψη ότι ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης με τους ισχυρισμούς του αυτούς αποδέχεται τις απόψεις των θνητοψυχιτών. Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι,επηρεασμένοι από τις απόψεις της σχολαστικής θεολογίας και τις θέσεις της απολογητικής έναντι των διαφωτιστών, οι οποίοι ηρνούντο για άλλους λόγους την μεταφυσική της δυτικής θεολογίας, παρερμήνευσαν τις θέσεις του π. Ιωάννου.Δεν μπορούσαν, δηλαδή, να διαπιστώσουν την ορθόδοξη διδασκαλία που ανέπτυσσε στην διατριβή του. Απαντώντας σ' αυτές τις αιτιάσεις ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης με επιστολές που παραμένουν ανέκδοτες, υπογραμμίζει ενδιαφέροντα σημεία, θα θέλαμε να σημειώσουμε τα πλέον σημαντικά.
Κατ’ αρχάς τονίζει ότιοι δυτικοί θεολόγοι έχουν εσφαλμένη αντίληψη για τον Θεό και τις ενέργειές Τουστον κόσμο, καθώς επίσης και για την αθανασία της ψυχής. Προηγουμένως μας δόθηκε η ευκαιρία να δούμε ποιες ήταν οι αντιλήψεις της φιλοσοφίας για την αθανασία της ψυχής, που επηρέασαν και την δυτική σχολαστική θεολογία. Στην συνέχεια τονίζει ότι κανείς από τους Πατέρας δεν αμφιβάλλει για την αθανασία της ψυχής. Όμως στην διδασκαλία τους τονίζεται η άποψη ότι η ψυχή όταν χωρίζεται από την ζωοποιό ενέργεια του Θεού,«παρ' ο,τι ζη εις τον αιώνα εν κολάσει και τιμωρία είναι νεκρά. Κατά τον αυτόν τρόπον οι νυν βιούντες άνευ της ζωοποιού ενεργείας του Θεού, παρ' ο,τι ζουν είναι νεκροί».Έτσι στην πατερική διδασκαλία γίνεται λόγος για θάνατο της ψυχήςόχι από την άποψη της οντολογίας και της υπάρξεως της ψυχής, αλλάαπό την άποψη της μη μεθέξεως της θεοποιού ενεργείας του Θεού.
Αναφέροντας δε διάφορα χωρία αρχαίων συγγραφέων και Πατέρων, όπως του αγίου Ιουστίνου και αγίου Ειρηναίου, λέγει ότι ομιλούν για θάνατο της ψυχής, ως χωρισμό του ανθρώπου από τον Θεό, χωρίς να είναιθνητοψυχίτεςκαιτριχοτομικοί. Όπου αναφέρεται ότι ο άνθρωπος έχει και πνεύμα, δεν εννοείται ότι αυτό είναι συστατικό του ανθρώπου, δηλαδή ότι ο άνθρωπος αποτελείται από ψυχή, σώμα και πνεύμα,αλλά ότι αυτό το πνεύμα είναι η Χάρη του Θεού, που χάθηκε από τους Πρωτοπλάστους. Επομένως, ο άνθρωπος έχει ψυχή και σώμα, το δε πνεύμα είναι η Χάρη του Θεού.
Γι' αυτό καταλήγει συμπερασματικά:«Είναι μεγάλη αδικία να κατηγορούμαι επί θνητοψυχισμώ αφού και τόσοι Πατέρες δέχονται το φύσει θνητόν και χάριτι αθάνατον της ψυχής και των αγγέλων».Όλα αυτά λέγονται και από την άποψη ότι υπάρχει αιώνια κόλαση, επειδή την θέλει και την ανέχεται ο Θεός και είναι ανάλογη με τα έργα και την διαγωγή του ανθρώπου. Εάν ο άνθρωπος έχει θεραπευθεί, θα βιώνει την φωτιστική και θεοποιό ενέργεια του Θεού, εάν όμως δεν έχει καθαρθή, θα βιώνει την καυστική ενέργεια της Χάριτος του Θεού. Επί πλέον ισχυρίζεται ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης ότι την άποψη που συναντούμε στα έργα των Πατέρων περί του θανάτου της ψυχής ως χωρισμού και στέρησης της Χάριτος του Θεούκαι όχι ως μη υπάρξεως της ψυχής, την έχει επισημάνει και ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, τον οποίο ακολουθεί,«ο οποίος διακρίνει μεταξύ της ζωής της ψυχής και της αιωνίου εν κολάσει υπάρξεως της ψυχής. Κατ' αυτόν το υπάρχον και το ζων δεν είναι ταυτόν. Ο άνθρωπος δύναται να αποθνήσκει τον αιώνιον θάνατον της κολάσεως και ούτω να στερηθεί της ζωής, αλλά δεν δύναται όμως να στερηθεί της υπάρξεως, διότι ούτω εθέσπισεν ο Θεός».
Μελετώντας την διατριβή του π. Ιωάννη Ρωμανίδη, για το θέμα που μας απασχολεί μπορούμε να εντοπίσουμε τρία γενικά συμπεράσματα.
Πρώτον, ότιμόνον ο Θεός είναι κατά φύσιν αθάνατος ως αυτοζωή, ενώ οι ψυχές των ανθρώπων και οι άγγελοι είναι κατά Χάριν αθάνατοι. Άλλωστε, οι άγγελοι, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός,«είναι αθάνατοι ουχί φύσει, αλλά χάριτι, διότι παν το αρξάμενον και τελευτά κατά φύσιν»9. Αυτό που συμβαίνει με τους αγγέλους συμβαίνει και με τις ψυχές των ανθρώπων, αφού και αυτές έχουν συγκεκριμένη αρχή και είναι κτιστές.
Δεύτερον, κατά την ελληνική φιλοσοφία η ψυχή μπορεί να είναι αθάνατη όχι γιατί έτσι το θέλησε ο Θεός που την δημιούργησε, αλλά μόνον όταν υπάρχει κάποια απόδειξη ότι είναι αγέννητη, άναρχη και κατά φύσιν αθάνατη.Κατά τους Πατέρες, όμως, η ψυχή είναι αθάνατη όχι γιατί είναι φυσική της ικανότητα, αλλά γιατί έτσι το θέλησε ο Θεός. Επομένως«η αθανασία των σωζόμενων και των τιμωρουμένων εξαρτάται εκ της βουλήσεως και ενεργείας του Θεού, ουχί δε εκ της φύσεως της ψυχής καθ' εαυτήν».Η ύπαρξη αιωνίου Παραδείσου και αιωνίας Κολάσεως οφείλεται στην βούληση του Θεού και εξαρτάται από την κατάσταση του ανθρώπου10.
Τρίτον, όσοι δεν έχουν την Χάρη του Θεού είναι, λέγονται και θεωρούνται,νεκροί πνευματικά, έστω κι αν ζουν αιωνίως, αφού ο χωρισμός του ανθρώπου από τον Θεό είναιπνευματικός θάνατος11.
Επομένως, στην Ορθόδοξη Εκκλησία κάνουμε λόγο για αθανασία της ψυχής, αλλά όχι μέσα από τις προϋποθέσεις της φιλοσοφίας και της σχολαστικής θεολογίας της Δύσεως. Δεν πρέπει να γίνεται καμμιά σύγχυση μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας. Από όσα είπαμε πιο πάνω φαίνεται καθαρά ότιη ψυχή είναι αθάνατη, γιατί έτσι το θέλησε ο Θεόςκαι πρέπει ο άνθρωπος που αποτελείται από ψυχή και σώμα, να παραμείνει αιωνίως αθάνατος, μετέχοντας της ακτίστου θεοποιού ενεργείας του Θεού.


 8. Ιωάννου Ρωμανίδου: Το προπατορικό αμάρτημα, ένθ. ανωτ. σελ. 124
9. ένθ. ανωτ. σελ. 124
10. ένθ. ανωτ. σελ. 126-127
11. ένθ. ανωτ. σελ. 127

Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com
4   ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ   2011 


Read more:http://www.egolpion.net/rwmanidis_8nitopsixitis.el.aspx#ixzz2jmtQyqK4

ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΩΣ ΚΑΘΙΕΡΩΘΗΚΕ Η ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΩΣ ΚΑΘΙΕΡΩΘΗΚΕ Η ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ


ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΩΣ ΚΑΘΙΕΡΩΘΗΚΕ
Η ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΟΣ-ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ 

    Ημεγάλη Δεσποτική εορτή της «κατά σάρκα Γεννήσε­ως» του Χριστού μας, γνωστή σε μας με την ονομασία «Χριστούγεννα», ούτε ανέκαθεν εορτάζετο, ούτε και εξ αρχήςεπετελείτο, όπως σήμερα, στις 25 Δεκεμ­βρίου. Αξίζει, λοιπόν, τον κόπο να ρίψουμε ένα βλέμμα στο απώτατον ιστορικόν παρελθόν της, γιατί η εορ­τή αυτή έχει... τη δικήν της ιστορίαν.
Προκαταρκτικά, θα πρέπει να παρατηρήσουμε, ότι η Εκκλησία, κατά τους τρεις πρώτους αιώνες, γενικότερα δεν συνήθιζε να εωρτάζει τη γέννηση, αλλά μόνον τον θάνατον των ιερών προσωπικοτήτων της. Θεωρούσε μάλιστα τον θάνατον αυτών των προσώπων ως την αληθινή γενέθλιον ημέραν των, διότι επίστευεν ότι α­κριβώς δια του θανάτου των έφυγαν από την απατηλήν αυτή ζωήν και «εγεννήθησαν» εισερχόμενοι στην αληθινήν, τη μεταθανάτια ζωήν.
Αυτός πρέπει να ήταν και ο κυριότερος λόγος, για τον ο­ποίον οι πρώτοι χριστιανοί δεν έδιναν, γενικότερα, σημασία στην ημερομηνία της γέννησης, ούτε προκειμένου και γι' αυτή την ημερο­μηνία Γέννησης του ίδιου του Ιησού Χριστού και, πολύ περισσότερο, φυ­σικά, ούτε, την εώρταζαν. Την αγνο­ούσαν, μάλιστα, και χρειάστηκε να περάσουν τρεις ολόκληροι αιώνες, για να αρχίσουν οι χριστιανοί να ενδιαφέρωνται γι' αυτή την ημερομηνία.
Το μετά τρεις αιώνες αφυπνισθέν ενδιαφέρον των Χρι­στιανών για την ημερομηνία «της Γεννήσεως του Ιησού», δημιουργήθηκε, στην αρχή, ανεξάρτητα από κάθε σκέψη για τυχόν εισαγωγή στην Εκκλησία αναλόγου εορτής, δη­λαδή μιας εορτής Χριστουγέννων. Αλλά και όταν καθιερώθηκε εορτή Γέννησης του Χριστού, αυτό έγινε πάλιν ανεξάρτητα από μια πράγματικήν ή υποτιθέμενην ημερομηνία Γέν­νησής του. Μόνον εκ των υστέρων ανεζητήθη δικαιολογία της ημερομη­νίας της εορτής, με την υπόθεση ότι τότε δήθεν και εγεννήθη ο Ιησούς.
Η αρχαιότερη, εκτός Καινής Διαθήκης, γνωστή σε μας πληροφορία για το έτος και την ημέρα «της Γεννήσεως του Ιη­σού Χριστού» ανάγεται περίπου στο 210 μ.Χ. και προέρχεται από τονΚλήμεντα τον Αλεξανδρέα[+215], ο οποίος για μεν το έτος «Γεννήσεως» του Ιησού σημειώνει σαν και δική του γνώμη, την εξής: «Εγεννήθη δε ο Κύριος ημών τω ογδόω και εικο-στώ έτει ότε πρώτον εκέλευσαν απογραφάς γενέσθαι επί Αυγούστου»[Κλήμης Αλεξανδρεύς, Στρωματείς, Α', XXI.], για δε την ημερομηνία της «Γεννήσεως», γράφει στη συνέ­χεια: «Εισί οι περιεργότερον τη Γε­νέσει του Σωτήρος ημών ου μόνον το έτος, αλλά και την ημέραν προστιθέντες, ην φασιν έτους κη' Αυ­γούστου εν Πέμπτη Παχών και εικάδι» [= 20 Μαΐου], άποψη που δεν φαίνεται να υιοθετεί ο Κλήμης, διότι την αναφέρει κάπως μειωτικά [«εισί δε οι περιεργότερον... φασίν»].
Στη συνέχεια, ο ίδιος Κλήμης αναφέρει και κάποιους άλ­λους, οι οποίοι υποστήριζαν ως ημερομηνία γέννησης του Ιησού την 19ηνή την 20ηνΑπριλίου [«και μην τινές αυτών φασί Φαρμουθί γεγενήσθαι κδ' η κε'»].
Το γιατί, λοιπόν, μέχρι τον γ' αιώνα δεν ενδιαφέρθηκαν οι Χριστιανοί για την ακριβή ημερομηνίαν της γέννησης του Χρι­στού, το είπαμε ήδη.Για ποιον, ό­μως, λόγο από τον τρίτον αιώνα και μετά άρχισε το ενδιαφέρον τους σχε­τικά με αυτό το ζήτημα, ενδιαφέρον που κατέληξε στην καθιέρωση της εορτής των Χριστουγέννων;
Όπως είναι γνωστόν, τα διά­φορα φυσικά φαινόμενα, η διαδοχή ημέρας-νύχτας, οι κινήσεις των πλανητών, η εναλλαγή των τεσσάρων εποχών του έτους, ο­δήγησαν τον ειδωλολατρικό, κόσμο σε μια θρησκευτική εκδοχή και σημασιολόγηση των φαινομένων αυτών. Έτσι. π.χ., γνωρίζουμε ότι οι ειδω­λολάτρες της Αιγύπτου εώρταζαν θρησκευτικώς τοχειμερινόνηλιοστάσιον. Επειδή δε κατ' αυτό η ημέρα άρχιζε να μεγαλώνει, θεωρούσαν ότι τούτο αποτελεί νίκην της ημέρας κατά της νύχτας, του φωτός κατά του σκότους και γι' αυτό το εώρτα­ζαν. Είναι, εξ άλλου γνωστόν, ότι στην Ανατολή, γενικότερα, ως ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου εθεωρεί­το, εσφαλμένως βέβαια, η6ηΙανουαρίου, και ότι ετελούντο την ημέραν αυτή λαμπρές εορτές. Στη Ρώμην, αντίστοιχα, λόγω ενός κάπως ακρι­βέστερου αστρονομικώς υπολογισμού, ως ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου εθεωρείτο η25ηΔεκεμβρίου, ημέ­ρα, κατά την οποίαν και εωρτάζετο μεγαλοπρεπώς η γέννηση του αήτ­τητου Ήλιου-Θεού.
Η εκκλησία πάντα φρόντιζε να μη επηρεάζωνται οι πι­στοί της από τη μεγαλο­πρέπεια των πράγματι εντυπωσια­κών ειδωλολατρικών εορτών. Για να τους προφυλάξει, μάλιστα, απ' αυτές, δεν εδίστασε να τις αντικαταστήσει με χριστιανικές, δηλαδή να τις εκ­χριστιανίσει.
Έτσι έγινε και στη συγκεκριμένην περίπτωση της εορτής, για την οποίαν κά­νουμε λόγον. Η Εκκλησία αντικατέ­στησε την ειδωλολατρικήν εορτήν της γέννησης ειδωλολατρικών θεοτή­των, που ετελείτο κατά την ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου. Θα πρέ­πει, όμως, να σημειώσουμε, ότι σ' αυτήν της την προσπάθειαν η Εκκλησία ήλθε δεύτερη, διότι προη­γήθηκαν αυτής κάποιοι αιρετικοί, γνωστοί στην Ιστορία με την ονομα­σία «Γνωστικοί».
Οι αιρετικοί, λοιπόν, αυτοί έ­καναν το πρώτο βήμα, για τους ίδιους με την Εκκλησία λόγους, για να προστατεύσουν δηλα­δή κι αυτοί τους οπαδούς τους από την επίδραση της ειδωλολατρικής ε­ορτής. Έτσι, στους κύκλους των αι­ρετικών «Γνωστικών» πρωτοεμφανί­στηκε μια εορτή με το όνομα «Επι­φάνια», την οποίαν αυτοί εώρταζαν στις6 Ιανουαρίου, ημέρα δηλαδή της ειδωλολατρικής εορτής του χειμερι­νού ηλιοστασίου στην Ανατολή. Φαί­νεται, μάλιστα, ότι αυτή η εορτή των «Γνωστικών» πρωτοεμφανίστη­κε στην Αλεξάνδρειαν της Αιγύπτου και την εγνώριζε γύρω στο 210 μ.Χ. ο εκκλησιαστικός συγγραφέαςΚλήμης ο Αλεξανδρεύς[Στρωματείς A, XXI].
Ποιο ήταν, όμως, το εορτολογικό περιεχόμενον της «γνωστικής» αυτής εορτής των «Επιφανίων»;Ποιο, δηλαδή, γε­γονός της ζωής του Χριστού ήθελαν να εορτάσουν με αυτήν την εορτή οι «Γνωστικοί»;Αυτό μπορούμε να το δούμε, αν λάβουμε υπ' όψει μας με­ρικά σημεία της διδασκαλίας τους:
Οι αιρετικοί «Γνωστικοί» υ­ποστήριζαν, ότι ο Ιησούς, που γεννήθηκε στη Βηθλεέμ, ήταν μόνον άνθρωπος. Κατά δε τη Βάπτισή του στον Ιορδάνη κατέβηκε από τους ουρανούς η Θεότητα, ή, ό­πως αυτοί την έλεγαν, ο «Αιών» και ενώθηκε με τον άνθρωπον Ιησούν, έ­τσι ώστε αυτός, από απλός άνθρω­πος-Ιησούς, που ήταν, να γίνει Ιησούς-Χριστός. Οι «Γνωστικοί», λοι­πόν, με τα «Επιφάνια» εώρταζαν αυτήν την εκ των ουρανών κάθοδον του «Αιώνος» πάνω στον άνθρωπον-Ιησούν, κάτι που το συνέδεαν χρονι­κώς με το γεγονός της Βάπτισης του Ιησού στον Ιορδάνην.
Κατά τη Βάπτιση στον Ιορδά­νη, έλεγαν, έγινε αυτή η κα­τά κάποιον τρόπονενσάρκω­σητης «Θεότητος-Αιώνος» μέσα στον άνθρωπον Ιησούν. Εώρταζαν, δηλαδή, μιαν ενσάρκωση δικής τους έμπνευσης, που δήθεν έγινε κατά τη Βάπτιση του Ιησού και όχι την εν­σάρκωση του Λόγου του Θεού, που, όπως διδάσκει η Εκκλησία μας, έγι­νε κατά τον Ευαγγελισμόν της Θεο­τόκου. Επίσης, επίστευαν, ότι η πιο σημαντική και άξια λόγου και αληθι­νή γέννηση του Ιησού δεν ήταν η εν Βηθλεέμ, δηλαδή, η «κατά σάρκα», αλλ' η «εν Ιορδάνη», η πνευματική, που ήταν, κατ' αυτούς, και «Ενσάρκωσις» και αληθινή-πνευματικη «Γέννησίς» του.
Στη Βηθλεέμ, δηλαδή, γεννή­θηκε ο άνθρωπος Ιησούς, στον Ιορδάνη αναγεννήθηκε ο Ιησούς σαν Χριστός.Έτσι συνέδεαν Βάπτιση και πνευματική Γέννηση του Ιησού. Αυτή, λοιπόν, ήταν η διδα­σκαλία των «Γνωστικών», αυτό και το εορτολογικόν περιεχόμενον της δι­κής τους εορτής, των «Επιφανίων».
Γύρω, όμως, στοέτος 300 μ. Χ.,στη χριστιανικήν Εκκλησίαν εισήχθη μια καινούργια εορτή με την ονομασίαν «Επιφάνια».Ίδιο, δηλαδή, όνομα, ίδια ημερομηνία εορτασμού [6 Ιανουαρίου] με την ε­ορτή των «Γνωστικών», με άλλο, ό­μως, εορτολογικό περιεχόμενον.
Η εκκλησιαστική αυτή εορτή φαίνεται, ότι καθιερώθηκε για πρώτη φορά στηνΕκ­κλησία της Αλεξάνδρειαςκαι ότι α­πό κει εξαπλώθηκε και σε όλην την Ανατολήν, αλλά και στη Δύση, η ο­ποία, ήδη από το 335, είχε καθιερώ­σει ειδικήν εορτή για τη Γέννηση του Χριστού. Για την εισαγωγή της εκκλησιαστικής εορτής των «Επιφα­νίων» στη Δύση έχουμε τη μαρτυρία τουΑμμιανού Μαρκελλίνου[Rerum Gestarum, XX, 2, 5], γύρω στο 400 μ.Χ. Κατ' αυτόν, λοιπόν, οΙου­λιανός ο «Παραβάτης», μεταβάς το 361 εις Βιένναν της Γαλλίας, πα­ρευρέθη στην εκεί εκκλησιαστικήν εορτήν των Επιφανίων. Πάντως πιθανολογείται, ότι τα εκκλησιαστικά Επιφάνια εισήχθησαν εκεί ήδη από το 336 μ.Χ., έτος κατά το οποίο με­τέβη στη Δύση «ο εξ Αλεξανδρείας Μέγας Αθανάσιος», ο οποίος και διέσωσε στη Δύση την ανατολικής προ­έλευσης εορτή των Επιφανίων.
 Επειδή όμως ηΡώμηείχεν ήδη από το335μ.Χ. ειδικήν εορτή για τη Γέννηση του Χριστού στις25 Δε­κεμβρίου, οι δυτικοί δεχθέντες ταΕπιφάνιαεώρταζαν με αυτά τη Βά­πτιση του Ιησού, ή την προσκύνηση των Μάγων, κ.λπ., ανάλογα με την περιοχήν, όπου ετελείτο η εορτή.Όμως, οι χριστιανοί της Ανατολής δεν είχαν ακόμη ειδικήν εορτή για τα Χριστούγεννα και συνεώρταζαν τη Γέννηση του Χριστού με τη Βάπτι­ση, στις 6 Ιανουαρίου.Ότι δε οι ανα­τολικοί εώρταζαν, στις 6 Ιανουαρίου, και Βάπτιση και Γέννηση του Χρι­στού, φαίνεται και από τη μαρτυρία τουμοναχού Ιωάννου Κασσιανού, ο οποίος στο έργον του Collationes Patrum [Χ,2], ομιλεί για μιαν εκκλησιαστικήν εορταστικήν ημέραν, εκείνην των Επιφανίων, η οποία ετε­λείτο στην Αίγυπτον, όπου οι ιερείς της Εκκλησίας ώριζαν αυτήν την ε­ορτήν είτε ως ημέραν της του Κυρίου Βαπτίσεως, «είτε ως ημέραν της Αυτού κατά σάρκα Γεννήσεως».
Απ' αυτό, λοιπόν, φαίνεται, ό­τι τέτοιος συνεορτασμός ε­πέφερε συχνά αμφιταλάντευση, ίσως καισύγχυσηγια το ποιο απ' τα δύο γεγονότα της ζωής του Χριστού εωρτάζετο:η Γέννηση, ή η Βάπτιση;Το σημαντικό σ' αυτήν την ιστορική μαρτυρίαν του μοναχού Ιω­άννου Κασσιανού είναι ότι υπογραμ­μίζει ποια γέννηση του Κυρίου εώρταζε με τα Επιφάνια η Εκκλησία στις 6 Ιανουαρίου, ότι, δηλαδή, εώρταζεν την «κατά σάρκα εν Βηθλεέμ Γέννησιν» και όχι την δήθεν πνευμα­τική Γέννηση, την κατά τη Βάπτιση, όπως την επρέσβευαν και την εώρ­ταζαν οι «Γνωστικοί». Έτσι καθαρί­ζεται το ιστορικό τοπίο και βλέπουμε ποια ακριβώς γεγονότα της ζωής του Κυρίου εώρταζεν η Εκκλησία με τα Επιφάνια στις 6 Ιανουαρίου.
Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι η Εκκλησία στην Ανατολήν α­πό το 300 μ.Χ. άρχισε μεν να εορτάζει τη γέννηση του Χριστού στις 6 Ιανουαρίου, όχι όμως αυτοτε­λώς και ανεξάρτητα, αλλά σε συν­δυασμό με τη Βάπτιση του Χρι­στού. Εστερείτο δηλαδή ιδιαίτερης και ειδικής εορτής Χριστουγέννων. Η ει­δική εορτή «Χριστουγέννων» για τις 25 Δεκεμβρίου πρωτοκαθιερώθηκε στηΡώμην το 335 μ.Χ.και από κει διαδόθηκε σ' όλη τη Δύση και, στη συνέχεια, στην ίδια την Ανατολήν.
Ετσί, στη μεν Ρώμην εισήχθη εκ της Ανατολής η εορτή τωνΕπιφανίων, στη δε Ανατολήν εκ της Ρώμης η ειδική εορτή τωνΧριστουγέννων. Δηλαδή σημειώθηκε μια αμφίδρομη πορεία των δύο αυτών εορτών. Πότε όμως και πως εισήχθη στην Ανατολήν η εκ της Δύσεως ειδική αυτή εορτή των Χριστουγέννων; Γνωρίζουμε, ότι το έτος 386 μ.Χ., ο άγιοςΙωάννης ο Χρυσόστομοςεκφώνησε στην Αντιόχειαν ένα λόγον [Migne P.G. 49,353], όπου λέγει, ότι πέρασαν δέκα έτη από τότε που καθιερώθηκε ειδική εορτή για τα Χριστούγεννα.
Άρα η καθιέρωση της εορτής των Χριστουγέννων στην Ανατολή θα πρέπει να είχε γίνειγύρω στο 376 μ.Χ. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να παρατηρήσουμε, ό­τι οι γνώμες των ιστορικών διχάζο­νται ως προς το εξής ζήτημα:Σε ποιαν, άραγε, Εκκλησία της Ανατολής πρωτοεισήχθησαν τα Χριστούγεννα;Κατά τους μεν,πρωτοεισήχθησαν α­πό το Μέγα Βασίλειο στην Καισάρειαν της Καππαδοκίας. Κατά τους δε, πρωτοεισήχθησαν στηνΕκκλησία της Αντιόχειας, και μάλιστα σε δύο φάσεις. [Πρώτη φάση: το 376 μ.Χ. στο ναΐσκο των λεγομένωνΕυσταθιανών, που είχαν σαν επίσκοπον τον Παυλίνον. Δεύτερη φάση: το 386 μ.Χ., στο μεγάλο ναόν της Αντιόχειας, που τον κατείχαν οι λεγόμενοιΜελετιανοί, με επίσκοπον τον Φλαβιανόν.]
Η δεύτερη άποψη, για την Αντιόχεια δηλαδή, φαίνεται πιθανότερη, διότι γνωρίζου­με, ότι ο επίσκοπος των Ευσταθια­νών ανεγνωρίζετο από τη Ρώμη ως ο κανονικός και ορθόδοξος επίσκοπος και, επομένως, είχε επικοινωνία με τη Ρώμην. Είναι, λοιπόν, φυσικότερο λόγω αυτών των στενών επαφών Ρώμης-Αντιόχειας, να δεχθούμε, ότι στα πλαίσια αυτών των εγκαρδίων σχέσεων μετέδωσαν οι Δυτικοί στους Ανατολικούς και την ειδικήν εορτής των Χριστουγέννων.
Περαιτέρω, στηνΕκκλησία της Κωνσταντινούποληςη ειδική εορτή των Χριστου­γέννων εισήχθη από τονάγιο Γρηγόριον τον Ναζιανζηνότο 379 μ.Χ., στηνΕκκλησία της Αλεξάνδρειαςπερί το 433 μ.Χ. και στα Ιεροσόλυ­μα κατά τα τέλη του έκτου αιώνος.
Τέλος, μετα τα ανωτέρω, θα μπορούσαμε να συμπεράνου­με, ότι, στην ουσία, το 376 μ.Χ. δεν έγινε πραγματική εισαγωγή από τη Δύση στην Ανατολή μιας ά­γνωστης στην Ανατολή εορτής Γέν­νησης του Χριστού, αφού η Ανατολή και πριν την εγνώριζε, μόνον που την συνεώρταζε με τη Βάπτιση. Πρόκει­ται μάλλον για μια εξειδίκευση της εορτής της Γέννησης του Χριστού και για μετάθεσή της από τις 6 Ια­νουαρίου, στις 25 Δεκεμβρίου.
Αυτό σημαίνει ότι δεν εγνώρισε η Δύση στην Ανατολή την εορτή της Γέννησης του Χριστού εν γένει. Τούτο πάλιν ουδό­λως σημαίνει και ότι η Ανατολή ανέ­καθεν εώρταζεν τη Γέννηση του Χρι­στού. Η πραγματική αρχή για τον ε­ορτασμό της Γέννησης του Χριστού στην Ανατολή είναι το 300 μ.Χ., ο­πότε πρωτοκαθιερώθηκε στην Ανα­τολή, όπως εσημειώσαμεν, η εορτή των εκκλησιαστικών Επιφανίων, με τα οποία συνεωρτάζετο Γέννηση και Βάπτιση του Χριστού, σε μια εποχή [300 μ.Χ.], κατά την οποίαν καμιά εορτή Γεννήσεως του Χριστού, σε καμιά μορφή της, δεν ήταν γνωστή στη Δύση. Πρώτη η Ανατολή συνε­ώρταζε Γέννηση με Βάπτιση.
Η Δύση τα αγνοούσε και τα δύο αυτά και μόλις το 335 μ.Χ η Ρώμη καθιέρωσε κατ' ευθείαν μια ειδική εορτή Χρι­στουγέννων, που την τοποθέτησε στις 25 Δεκεμβρίου. Αυτή η τελευ­ταία ημερομηνία είναι που εισήγαγεν η Ρώμη στην Ανατολή και όχι η ίδια η εορτή της Γεννήσεως.
Χρίστος Βασιλειάδης
Γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1940. Ἔκανε τὴν πρωτοβάθμια καὶ δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση τὸ 1958-59 στὴν Νέα Ἰωνία Ἀττικῆς. Εἰσῆλθε σὲ δύο Πανεπιστημιακὲς Σχολὲς (Θεολογία & Φιλολογία) μὲ κρατικὴ ὑποτροφία κὰθ΄ὅλην τὴν φοίτησή του. Πτυχιοῦχος τῆς Θεολογικῆς τὸ 1963. Ὑπηρέτησε στὸν Ἑλληνικὸ Στρατὸ μὲ διαγωγὴ ἄριστη. Μετέβην στὴν Γερμανία γιὰ μετεκπαίδευση (Φιλοσοφία) καὶ στὴ Γαλλία (Ἱστορία τοῦ Πολιτισμοῦ). Στὴ Γαλλία ἐργάστηκε ὡς δημοσιογράφος ἐπὶ 7ετία στὴν Κρατικὴ Γαλλικὴ Τηλεόραση & Ραδιοφωνία. Ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα τὸ 1974 καὶ δούλεψε ὡς κλητήρας σὲ Ἀσφαλιστικὴ ἐταιρία. Διορίστηκε στὸ Δημόσιο σὲ ἡλικία 39 ἐτῶν ἀπ’ ὅπου καὶ συνταξιοδοτήθηκε παρατηθεῖς τὸ 2005 λόγω τῆς ἐπαράτου ἀσθενείας του καὶ ὡς ἐκ τούτου λαβῶν μειωμένη σύνταξη.


  Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com
18   ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ   2011 


Read more:http://www.egolpion.net/ka8ierosi_xristougenwn.el.aspx#ixzz2jmrVojGp

Η Υπακοή ως οδός Ελευθερίας

Η Υπακοή ως οδός Ελευθερίας


 

Η ΥΠΑΚΟΗ ΩΣ ΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

Αρχιμανδρίτης Γεώργιος
Ηγούμενος Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου


     O Θεός εξ αρχής έπλασε τον άνθρωπο ελεύθερο. Ημπορούσε να δεχθή ή να αρνηθή την Αγάπη Του. Να κάμη καλή ή κακή χρήσι της ελευθερίας.
    H απαγόρευσις της βρώσεως από το δένδρο της γνώσεως τού καλού και τού κακού, πού ήταν φυτευμένο εν μέσω τού Παραδείσου, τού έδιδε αυτή την δυνατότητα. Κατά τον Άγιο Χρυσόστομο γνώσις τού ‘καλού' ήταν η υπακοή, γνώσις τού ‘κακού' η ανυπακοή. H τήρησις της εντολής, η υπακοή, θα εβοηθούσε τούς πρωτόπλαστους να ασκηθούν, να εθισθούν και να στερεωθούν στην καλή χρήσι της ελευθερίας. Να προσανατολίσουν μόνιμα την ελευθερία τους στον Θεό και να ταυτίσουν το θέλημά τους με το θέλημα τού Δημιουργού. Έτσι θα επετύγχαναν την ένωσί τους με τον Θεό, την θέωσι. Θα ημπορούσαν να φά­γουν και από το δένδρο της ζωής, δηλαδή να γίνουν κατά χάριν αθάνατοι. Η ελευθερία ήταν θείο δώρο, την οποία όμως ο άνθρωπος έπρεπε να διατηρή και να αυξάνη με την ιδική του συνεργεία. Γι' αυτό εδόθη η εντολή.
Λέγει αρχαίος ερμηνευτής ότι ο Θεός έδωσε τριών ειδών δένδρα στον άνθρωπο. Τα κοινά δένδρα, για να εξασφάλιση στον άνθρωπο το ζην. Το δένδρο της γνώσεως τού καλού και τού κακού, για να εξασφάλιση το ευ ζην και το δένδρο της ζωής, για να εξασφαλίση το αει ζην. Δηλαδή έδωσε τα υλικά αγαθά, έδωσε επίσης την ελευθερία, πού καταξιώνεται με την άσκησι της υπακοής και την αγάπη. Και τέλος την αιώνιο ζωή, δηλαδή την θεία Ζωή. Τα δώρα αυτά θα ελάμβανε ο άνθρωπος σταδιακά και αναγωγικά, από τα κατώτερα στα ανώτερα, αναλόγως με την ιδική του προαίρεσι και συνεργεία. Η ανυπακοή των πρωτο­πλάστων όμως διέκοψε την δυνατότητα μετοχής στα ανώτερα δώρα τού Θεού. Ο άνθρωπος βρέθηκε εξόριστος, στην έρημο της ακοινωνησίας με τον Θεό. Η ψυχή του πού δεν τρέφεται πλέον από τον Θεό, ζητεί να τραφή από τα υλικά αγαθά με ένα εμπαθή και θανατηφόρο τρόπο
Η αντικατάστασις της θεοκεντρικής ζωής από την εγωκεντρική, ανατρέπει την τάξι της δημιουργίας. Ο άνθρωπος αλλάζει το κέντρο τού κόσμου. Ακολου­θεί η διάσπασις και αποδιοργάνωσις τού κόσμου και των λειτουργιών της ζωής. Ο νους σκοτίζεται. Η θέλησις αρρωσταίνει. Η καρδία γίνεται εμπαθής. Έτσι το κατ' εικόνα αμαυρώνεται με ακραία συνέπεια τον θάνατο. Η ανυπακοή δεν ωδήγησε στην θέωσι, όπως επίστευσαν οι πρωτόπλαστοι παρασυρθέντες από τον διάβολο, αλλά στην νέκρωσι τού ανθρώπου.
Η ορθόδοξος ανθρωπολογία αναλύει το δράμα της ανυπακοής, της πτώ­σεως και της εξορίας τού άνθρωπου από την Βασιλεία της Θείας Αγάπης. Ο πρώτος Αδάμ μαζί με την Εύα έφεραν στον κόσμο την ανυπακοή και τον θάνα­το, κάνοντας κακή χρήσι τού δώρου της ελευθερίας. Κληροδοτούν στο ανθρώπι­νο γένος το προπατορικό αμάρτημα, ως κατάστασι αρρώστιας της ανθρωπινής φύσεως, εγωισμού, αποστασίας από τον Θεό. «Νενόσηκεν ουν η φύσις την αμαρτίαν διά της παρακοής τού ενός, τουτέστιν Αδάμ ούτως αμαρτωλοί κατεστάθησαν οι πολλοί, ουχ ως τω Αδάμ συμπαραβεβηκότες, ου γάρ ήσαν πώποτε, άλλ' ως της εκείνου φύσεως όντες...» κατά τον Άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας.
Βέβαια δεν έλειψαν οι δίκαιοι άνθρωποι πού έκαναν καλή χρήσι της ελευθε­ρίας προσανατολίζοντας την προς τον Θεό, χωρίς όμως να ημπορούν να επιτύ­χουν την θέωσι, αφού η ανθρωπινή φύσις είχε θανάσιμα αρρωστήσει και δεν ημπορούσε εξ ιδίων της να υγιάνη και να θεωθή. Οι δίκαιοι αυτοί άνθρωποι απε­τέλεσαν τούς κλάδους ενός ευλογημένου δένδρου πού στο τελευταίο και ωραιότερο κλαδί του, την Πανάμωμο Μαρία, εξήνθισε το άνθος πού ευωδίασε όλο τον κόσμο, τον Κύριο Ιησού Χριστό. «Ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί και άνθος εξ αυτής Χριστέ, εκ της Παρθένου ανεβλάστησας». Η Παρθένος έκανε τελεία υπακοή στον θεό. Τού έδωσε όλη την ελευθερία της, ως μια προσφορά τελείας αγάπης και εμπιστοσύνης. «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρήμα σου» (Λουκ. 1.38). Έτσι διώρθωσε την ανυπακοή της προμήτορος Εύας. Η Εύα είπε πρώτη το όχι στην αγάπη τού Θεού και στο θέλημα Του για την θέωσι τού ανθρώπου. Η Παρθένος λέγει πρώτη το ναι. Αυτό το ναι περίμενε ο Ελεήμων Κύριος, ως συγκατάθεσι της ελευθερίας του άνθρωπου, για να ημπορέση να σαρκωθή και να αναστήση τόν «Αδάμ παγγενή».
Ο Ιησούς Χριστός, ο νέος Αδάμ, διορθώνει την ανυπακοή τού πρώτου Αδάμ, με την τελεία υπακοή του στο θέλημα τού ουρανίου Πατρός. «Πάτερ μου, ει δυνατόν έστι, παρελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο πλην ουχ ως εγώ θέλω, άλλ' ως συ» (Ματθ. 26.39). Έτσι έγινε «υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλιπ. 2.8). Η υπακοή, ζωή η ανυπακοή, θάνατος λέγουν οι Πατέρες. Η υπακοή τού Χριστού γίνεται ζωή για όλο τον κόσμο. «Ώσπερ ο Αδάμ, θανάτω υπέπεσεν, ούτως ο Σωτήρ υπακούσας, τον θάνατον ενέκρωσεν» (Άγιος Θαλάσ­σιος).
Τώρα αρχίζει μία νέα γενεά με πνευματικό γενάρχη τον Ιησού Χριστό. Σκο­πός της γενεάς αυτής είναι η προσφορά της ελευθερίας στον Θεό διά της υπα­κοής. Υπακοής πού δεν γίνεται από εξαναγκασμό και υποχρέωσι, αλλά από αγά­πη. «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης τού Χριστού; θλίψις ή στενοχώρια ή διωγ­μός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα;» (Ρωμ. 8.35). Όλα τα υφίσταται υπακούων ο Απόστολος για να μη χωριστή από την αγάπη τού Χριστού. Αυτό δείχνει ότι περιεχόμενο της υπακοής είναι η αγάπη. Στην νέα αυτή χαριτωμένη κατάστασι, τα τέκνα της υπακοής και της αγάπης φθάνουν τα όρια της αληθινής ελευθερίας. Ελευθερίας από τον εγωισμό, από τα πάθη, από τον φόβο, από τον διάβολο, από τον θάνατο. Μετά από πολλή άσκησι υπακοής ο Άγιος Αντώνιος έφθασε στην τελεία απάθεια, αγάπη και ελευθερία «Εγώ ουκέτι φοβούμαι τον Θεόν, αλλά αγαπώ αυτόν. Η γάρ αγάπη έξω βάλλει τον φόβον». Περιεχόμενο και της πραγματικής ελευθερίας είναι η αγάπη.
Στην μακάρια αυτή κατάστασι φθάνει ο χριστιανός μετά από πολλή βία πού ασκεί εκούσια στο εγωιστικό του θέλημα, για να το υποτάξη στο άγιο θέλημα τού Θεού. Όπως λέγει ο Κύριος στο Ιερό Ευαγγέλιο, «η βασιλεία τού Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (Ματθ. 11,12). Η πείρα των Αγίων συνοψίζεται στο λόγιο, «δώσε αίμα και λάβε πνεύμα». Με το αίμα της καρδιάς πού χύνεις καθαρίζεσαι από τα πάθη. Τότε ημπορείς να δεχθής την χάρι τού Αγίου Πνεύμα­τος. «Ου δε το Πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία» (2 Κορ. 3.17).
Ο χριστιανός αγωνιζόμενος συνειδητοποιεί ότι ελευθερία είναι να ζη στον Θεό και ο Θεός σ' αυτόν. Για τον άπιστο η ελευθερία τοποθετείται στον εγωι­σμό: Είμαι ελεύθερος όταν κάνω ότι θέλω. Για τον χριστιανό η ελευθερία τοπο­θετείται στην αγάπη και στον Θεό: Είμαι ελεύθερος όταν κάνω ότι θέλει ο Θεός. Όπως λέγει ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης «και τότε μάλλον έσται τό αυτεξούσιον και το θέλημα τον άνθρωπον ενεργείν, θέλοντι εκουσίως το θέλημα τού δημιουργού».(Επιστολή πρός Λαυριώτας).Η ελευθερία είναι χάρις (χάρισμα). Ο αγών τού πιστού γίνεται για να προσφέρεται στον Θεό και να συνεργή, να δέχε­ται και να μην αντιδρά στην θεία Χάρι.
Η ελευθερία διά της υπακοής. Αυτό φαίνεται παράδοξο και αντινομικό. Αντινομικό φαίνεται και το μυστήριο της Αγίας Τριάδος. Τόσο όμως το πρώτο όσο και το δεύτερο, είναι αληθινό επειδή ακριβώς είναι αντινομικό. Μάς ανά­γουν σε μια άλλη κατάστασι, τού μέλλοντος αιώνος. Εάν δεν ήταν αντινομικό, θα μάς άφηναν στην ίδια κατάστασι, στην οποία ευρισκόμεθα, τού παρόντος αιώνος. «Εάν ελευθερωθή ο νους από πάντων των εχθρών αυτού και σαββατίση, έστιν εν ετέρω αιώνι καινώ, καινά λογιζόμενος και άφθαρτα» (Άγιος Ησαΐας Αναχωρητής).
Ο δούλος τού Χριστού γίνεται απελεύθερος Χριστού. Ο Χριστός ελευθερώ­νει όσους γίνονται δούλοι Του. Όταν ο άνθρωπος θελήση να γίνη δούλος τού Χριστού, υπήκοος στον Χριστό, ο Χριστός τον κάνει φίλο Του. Τον εισάγει στην Βασιλεία Του. «Υμείς φίλοι μού έστε... ουκέτι υμάς λέγω δούλους» (Ιωάν. 15.14). Στην Εκκλησία οι άνθρωποι υπακούουν, δουλεύουν στον Χριστό και έτσι γίνονται ελεύθεροι. «Βαπτίζεται ο δούλος τού Θεού εις το όνομα τού Πατρός και τού Υιού και τού Άγιου Πνεύματος». «Μεταλαμβάνει ο δούλος τού Θεού...». Διά μέσου αυτής της δουλείας οι χριστιανοί γίνονται υίοί της «ευλογημένης Βα­σιλείας τού Πατρός και τού Υιού και τού Αγίου Πνεύματος». Βασιλείας πού έχει ως περιεχόμενο της την αγάπη και την ελευθερία.
Την ελευθερία απολαμβάνει ο χριστιανός ιδιαίτερα στην Θ. Λειτουργία και στην Λατρεία τού Θεού. Ο οσιώτατος Γέρων Αυξέντιος, αδελφός της Μονής μας πού εκοιμήθη τον περασμένο Μάρτιο, μάς παρακαλούσε να μη τον εμποδί­ζουμε να συμμετέχη στην εν τω ναώ Λατρεία, αν και ήταν εξαντλημένος από τα γηρατειά και τυφλός. «Στην Εκκλησία αισθάνομαι ελευθερία», μάς έλεγε. Στην θεία Λειτουργία και την ιερά Λατρεία ο άνθρωπος και ο κόσμος ελευθερώνονται από την φθορά, τον θάνατο και τον διάβολο, μεταμορφώνονται και αφθαρτίζονται. Το «νυν» γίνεται «αεί», γιατί μετέχει στην Βασιλεία τού Θεού. Αυτή είναι η πραγματική ελευθερία.
Η Εκκλησία με όλους τους θεσμούς της βοηθεί τα τέκνα της να αναχθούν στην εν Χριστώ ελευθερία.
     Οι Ιεροί Κανόνες εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι επιβάλλουν ένα νομικό καθεστώς στην Εκκλησία. Εν τούτοις, επειδή πρόκειται για εντολές πού εκφρά­ζουν την Αλήθεια της Εκκλησίας όσον αφορά τις σχέσεις των μελών της μεταξύ των, βοηθούν τα μέλη της Εκκλησίας να ζουν με ενότητα, ευταξία, αγάπη και αρμονία. Οι ιεροί Κανόνες εκφράζουν το φρόνημα της Εκκλησίας ως θεανθρωπίνου Σώματος τού Χριστού. Όποιος ενεργεί παρά τούς κανόνας, ενεργεί εγωι­στικά, ατομικιστικά δεν υπακούει στην Εκκλησία και δεν ελευθερώνεται. Ο ατομικισμός απορρίπτει την κανονική τάξι της Εκκλησίας ή την διαστρέφει, μεταβάλλοντάς την σ' ένα νομικό ανθρωποκεντρικό καθεστώς (παπισμός) ή ένα ηθικιστικό σύστημα αυτοδικαιώσεως τών ανθρώπων, χωρίς την Χάρι του Θεού.
Στην άσκησι της ελευθερίας διά της υπερβάσεως τού εγωιστικού μας θελή­ματος μας βοηθεί επίσης η υπακοή στην εν γένει Παράδοσι και Λειτουρ­γική ζωή της Εκκλησίας. Στην Εκκλησία πιστεύουμε, προσευχόμεθα, ασκούμεθα, λατρεύουμε τον Θεό, όχι όπως φαίνεται σε μάς καλύτερα, αλλά όπως παρελάβαμε από τούς θεοφόρους Πατέρας μας. Η ευσέβεια των Ορθοδόξων είναι θεολογική, δηλαδή εκφράζει τα αληθή δόγματα της Εκκλησίας. Οι τύποι της ορθοδόξου Λατρείας εκφράζουν την δογματική της διδασκαλία, το καθολικό μυ­στήριο τού θεανθρώπου Χριστού και όχι ατομικές, μη μεταμορφωμένες, συναι­σθηματικές ή αρρωστημένες καταστάσεις. Γι' αυτό και όταν ευσεβούμε εκκλη­σιαστικά, ευσεβούμε υπερβαίνοντας τον εγωισμό μας και έτσι αναγόμεθα στην ελευθερία τού Χριστού. Η χρήσις πολυφωνικής μουσικής και οργάνων στην Λα­τρεία, η ζωγραφική της Αναγεννήσεως, οι ‘ατομικές προσευχές', η γονυκλισία την Κυριακή και την περίοδο της Πεντηκοστής, όλα αυτά και άλλες σχετικές αυθαιρεσίες, είναι έξω από την εκκλησιαστική Παρόδοσι και το ήθος της Ορθο­δοξίας. Είναι ατομικιστικά. Δεν ελευθερώνουν. Δεν ανανεώνουν, άλλ' ανατρέ­πουν την Παράδοσι και νοθεύουν το πνεύμα της ορθοδόξου Λατρείας.
     Η υπακοή επίσης στους Επισκόπους και τούς πνευματικούς μας πατέρες (εξομολόγους), βοηθεί να αναχθούμε στην εν Χριστώ ελευθερία. Οι Ποι­μένες της Εκκλησίας μας πρέπει να υπακούουν στο Ιερό Ευαγγέλιο, στους Ιε­ρούς Κανόνας, στην Παράδοσι και στους θεσμούς της Εκκλησίας. Οι λαϊκοί πρέ­πει να υπακούουν στους Ποιμένες των. Όλοι μαζί, ποιμένες και ποιμαινόμενοι πρέπει να υπακούουμε στον Χριστό, την αθάνατο Κεφαλή της Εκκλησίας, πού είναι πάντα «ο ώδε ημίν αοράτως συνών», ο Δομήτωρ και Αρχηγός της Εκκλη­σίας.
Οι μοναχοί, επιθυμούντες και αγωνιζόμενοι να ζήσουν μέσα τους τέλεια το θέλημα τού Θεού, λαχταρούν να αδειάσουν τελείως από το ιδικό τους εγωι­στικό θέλημα. Έτσι αποφασίζουν να κάνουν αδιάκριτο και τελεία υπακοή στον πνευματικό τους πατέρα, τον Γέροντά τους. Η υπακοή μάλιστα συγκαταλέγεται στις τρεις μοναχικές υποσχέσεις στον Θεό. Υπακοή, παρθενία, ακτημοσύνη, εκφράζουν την ολοκληρωτική αφιέρωσι τού μοναχού στον Θεό. Η καθημερινή εκκοπή τού θελήματος ισοδυναμεί με μαρτύριο. Με πολύ αγώνα ασκείται διά της υπακοής, ακόμη και σε λεπτομέρειες ή φαινομενικά παράλογες εντολές, να εκκόπτη τελείως το θέλημά του. Η εκκοπή τού θελήματος στην πραγματικότητα δεν είναι αφαίρεσις, αλλά θεραπεία τού αρρωστημένου θελήματος, ταύτισις και υποταγή τού θελήματος στο θέλημα τού Θεού. Ο Σωτήρ Χριστός είχε ανθρώπινο θέλημα τέλεια υποτεταγμένο στο θείο θέλημα. Ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης παρατηρεί εύστοχα: «Αυταρέσκεια και θελήματι εαυτού ο εξ αρ­χής ηττήθη βροτός, και τω μη υποταγήναι τω κτίσαντι τούτων αθέτησιν εισάγει το σχήμα τού μοναχού, αυτεξουσίω γνώμητoαυτεξούσιον αναιρούν, και τούτο δώρον προσάγων τω δεδωκότι».
      Ο καλός υποτακτικός θέλει ο,τι θέλει ο Θεός. Και μαθαίνει να θέλη ο,τι θέλει ο Θεός, μαθαίνοντας να θέλη ο,τι θέλει ο Γέροντας. Στο Άγιον Όρος λέ­γουν ότι ο καλός υποτακτικός είναι αυτός πού έμαθε να λέγη με την καρδιά του δύο φράσεις: «Ευλόγησον» και «νάναι ευλογημένο». Έτσι ο μοναχός ελευθερώ­νεται από το ατομικό, εγωιστικό του θέλημα και τα διάφορα τυραννικά πάθη πού πηγάζουν από αυτό. Ελευθερώνεται ακόμη και από τον φόβο τού θανάτου. Υπάρχουν μάλιστα μοναχοί πού τραβούν κομβοσχοίνι να πεθάνουν, γιατί έχουν ήδη διαβεί «εκ τού θανάτου εις την ζωήν». Ο ασκούμενος στην υπακοή μοναχός είναι επίσης ελεύθερος από κάθε αγωνία, γιατί έχει με ταπείνωσι εναποθέσει την ψυχή του στα χέρια τού Γέροντά του, για την αγάπη τού Χριστού. Στο Γε­ροντικό και στην καθημερινή μοναχική πράξι, διαπιστώνουμε πόσο ελεύθερος είναι ο υποτακτικός μοναχός.
Οι χριστιανοί στον κόσμο για τούς οποίους ο μοναχισμός είναι φως, θέλουν επίσης να σωθούν διά της υπακοής και της εκκοπής τού θελήματος πού προσπαθούν κατά το δυνατόν να ασκήσουν μέσα στις συνθήκες και δυνατότη­τες τού κόσμου. Οι γονείς π.χ. πού δεν εμποδίζουν το θέλημα ιού Θεού στην γέννησι παιδιών, πράγμα πού φανερώνει θυσία και υπακοή στον Θεό, προχωρούν πολύ στην εν Χριστώ ελευθερία. Το ίδιο και όσοι σύζυγοι κάνουν υπομονή στις αδυναμίες των συζύγων τους, κόβουν το θέλημά τους από ταπείνωσι, και σηκώ­νουν καρτερικά και με υπακοή στο θέλημα τού Θεού τις δοκιμασίες και τα βάρη της ζωής.
Με την υπακοή ο πιστός αντιπροσφέρει αυτεξούσια το αυτεξούσιό του στον Θεό. Ο Θεός δέχεται το δώρο και χαρίζει στον πιστό, όχι μόνο την αρχική ελευ­θερία (δυνατότητα εκλογής μεταξύ καλού και κακού), αλλά και την τελική ελευ­θερία πού είναι συμμετοχή στον αιώνιο Θείο Σαββατισμό, στην δόξα τού Θεού και στο άκτιστο Φως της Αγίας Τριάδος:
«Υπακοή εντολής, ψυχής ποιεί κάθαρσιν. Η δέ της ψυχής κάθαρσις, φωτός ποιεί μέθεξιν».
Άγιος θαλάσσιος

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ''ΣΥΝΑΞΗ'' -ΤΕΥΧΟΣ 1 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1982
 Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com



Read more:http://www.egolpion.net/ypakoh_odos_eleftherias.el.aspx#ixzz2jmqi05Zu

ΥΠΑΚΟΗ ΣΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

ΥΠΑΚΟΗ ΣΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ


ΥΠΑΚΟΗ ΣΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ
ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Επισκόπου Διοκλείας ΚΑΛΛΙΣΤΟΥWARE 

   Αυτά είναι, με τη Χάρη του Θεού τα χαρίσματα του γέροντα. Όμως τι γίνεται με το πνευματικό τέκνο; Πως συνεισφέρει σ' αυτή την αμοιβαία σχέση πνευματικού οδηγού και μαθητή;
Εν ολίγοις, ο μαθητής προσφέρει ειλικρινή και πρόθυμη υ­πακοή. Κλασικό παράδειγμα αποτελεί η ιστορία από ταΑπο­φθέγματα των Πατέρων της Ερήμου, για τον μοναχό που έλα­βε την εντολή να φυτέψει ένα ξερό ραβδί στην άμμο και να το ποτίζει κάθε μέρα. Η πηγή ήταν τόσο μακριά από το κελί του, που έπρεπε να φεύγει το βράδυ για να γυρίζει το πρωί. Για τρία χρόνια εκτελούσε υπομονετικά την εντολή του αββά του. Στο τέλος αυτής της περιόδου, το ραβδί ξαφνικά έβγαλε φύλλα και έκανε καρπούς. Ο αββάς έκοψε τον καρπό, τον πήγε στην εκ­κλησία, και κάλεσε τους μοναχούς να φάνε λέγοντας: «Λάβετε, φάγετε καρπόν υπακοής»20.
Ένα άλλο παράδειγμα υπακοής είναι ο μοναχός Μάρκος, ο οποίος, ενώ αντέγραφε ένα χειρόγραφο, άκουσε ξαφνικά να τον φωνάζει ο αββάς του˙ τόσο άμεση ήταν η ανταπόκρισή του, ώστε να μην ολοκληρώσει καν τον κύκλο του γράμματος Ο, που έγραφε εκείνη τη στιγμή. Σε άλλη περίσταση, καθώς περπατού­σαν μαζί, ο αββάς του είδε ένα μικρό γουρουνάκι· θέλοντας να δοκιμάσει τον Μάρκο, του είπε: «βλέπεις αυτόν τον βούβαλο, παιδί μου;» «Ναι, πάτερ», απάντησε ο Μάρκος. «Και βλέπεις πόσο δυνατά είναι τα κέρατά του;» «Ναι, πάτερ μου», του α­πάντησε πάλι χωρίς δισταγμό30. Ο αββάς Ιωσήφ της Πανεφώ, ακολουθώντας παρόμοια τακτική, δοκίμαζε την υπακοή των μα­θητών του αναθέτοντάς τους παράδοξα, ακόμη και σκανδαλώ­δη καθήκοντα, και μόνον όταν συμμορφώνονταν, τους έδινε λο­γικές εντολές31. Ένας άλλος γέρων έδινε εντολές στους μαθη­τές του να κλέβουν πράγματα από τα κελιά των αδελφών32κι ένας άλλος είπε στον μαθητή του (που δεν ήταν εντελώς ειλι­κρινής μαζί του) να ρίξει τον γιό του στον φούρνο33.
Εδώ ασφαλώς χρειάζεται να αναφέρουμε ορισμένες σοβα­ρές αντιρρήσεις. Οι ιστορίες του είδους που αναφέραμε είναι πιθανό να δημιουργήσουν κάποια αμφιλεγόμενη εντύπωση στον σύγχρονο αναγνώστη. Δεν περιγράφουν το είδος εκείνο συμπε­ριφοράς που ίσως απρόθυμα θαυμάζουμε, αλλά σπάνια θα θέ­λαμε να μιμηθούμε; «Που πήγε», μπορεί να ρωτήσουμε με αγα­νάκτηση, εκείνη «η ελευθερία της δόξης των τέκνων του Θεού» (Ρωμ. 8.21);
Λίγοι από μας θα αμφισβητούσαν τη σημασία του να ανα­ζητήσουμε την καθοδήγηση κάποιου άλλου, άνδρα ή γυναίκας, που έχει μεγαλύτερη πείρα του πνευματικού δρόμου απ’ ό,τι εμείς. Πρέπει όμως ένα τέτοιο πρόσωπο να εκλαμβάνεται σαν αλάθητο μαντείο, που πρέπει σε κάθε λόγο του να υπακούμε χωρίς άλλη συζήτηση; Το να ερμηνεύουμε την αμοιβαία σχέση ανάμεσα στον μαθητή και στον πνευματικό πατέρα ή μητέρα με τρόπο σαν κι αυτόν, φαίνεται επικίνδυνη και για τους δύο. Μειώνει τον μαθητή σ' ένα παιδαριώδες ακόμη και απάνθρω­πο επίπεδο, που του στερεί όλη τη δύναμη της κρίσης και της η­θικής επιλογής˙ και ενθαρρύνει τον δάσκαλο να απαιτεί μια αυ­θεντία που ανήκει μόνο στον Θεό. Προηγουμένως παραθέσα­με από ταΑποφθέγματα των Πατέρων της Ερήμουτη φράση, ότι κάποιος που κάνει υπακοή σ' ένα γέροντα, «δεν χρειάζεται να προσέχει στις εντολές του Θεού»34. Είναι όμως επιθυμητή μια τέτοια παραίτηση από την υπευθυνότητα; Πρέπει να επι­τρέπεται στον γέροντα να σφετερίζεται τη θέση του Χριστού;
Ως απάντηση, πρέπει να ειπωθεί κατ' αρχήν ότι «χαρισμα­τικοί» γέροντες. Όπως ο Μέγας Αντώνιος ή ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ, είναι εξαιρετικά σπάνιοι. Το είδος της σχέσης που εί­χαν με τους μαθητές τους, μοναχούς ή λαϊκούς, δεν υπήρξε πο­τέ το κοινώς αποδεκτό υπόδειγμα στην ορθόδοξη Παράδοση. Οι μεγάλοι γέροντες του παρελθόντος ή τού παρόντος αποτε­λούν πράγματι ένα οδηγητικό φως, ένα ανώτατο σημείο αναφο­ράς· αλλά είναι η εξαίρεση, όχι ο κανόνας.
Δεύτερον, υπάρχει σαφώς μια διαφορά ανάμεσα στους μο­ναχούς, που έχουν δώσει μια ειδική υπόσχεση υπακοής, και τους λαϊκούς, που ζουν στον «κόσμο» (Ακόμη και στην περίπτωση των μοναχών, υπάρχουν εξαιρετικά λίγες κοινότητες όπου μπο­ρεί να βρεθεί η διακονία τού γέροντα στην πλήρη της μορφή, όπως αναφέρεται σταΑποφθέγματα των Πατέρων της Ερήμου, ή όπως ασκήθηκε τον δέκατο ένατο αιώνα στηΜονή της Όπτινα. Ένας σύγχρονος Ρώσος Ιερέας, ο πατήρ Αλέξανδρος Μεν -πολύ σεβαστός ως πνευματικός πατέρας μέχρι τον τραγικό και πρόωρο θάνατό του από άγνωστα χέρια το 1990 - σοφά επέμενε πως οι μοναχικοί κανόνες δεν μπορούν να μεταφερθούν αυτούσιοι στη ζωή της ενορίας.
Συχνά νομίζουμε ότι η σχέση τού πνευματικού παι­διού με τον πνευματικό πατέρα απαιτεί το πρώτο να υπακούει πάντοτε στον δεύτερο. Στην πραγματικό­τητα, η αρχή αυτή αποτελεί ουσιώδες μέρος της μονα­χικής ζωής. Ο μοναχός υπόσχεται να κάνει υπακοή, να κάνει οτιδήποτε απαιτεί ο πνευματικός πατέρας του. Ένας ενοριακός ιερέας δεν μπορεί να επιβάλει ένα τέτοιο πρότυπο στους λαϊκούς και δεν μπορεί να δι­εκδικήσει για τον εαυτό του το δικαίωμα να δίνει αυ­θαίρετες εντολές. Θα πρέπει να αισθάνεται ευτυχής αν μπορεί να εφαρμόζει τους εκκλησιαστικούς κανό­νες, προσανατολίζοντας τη ζωή των ενοριτών του, και βοηθώντας τους στους εσωτερικούς αγώνες τους35.
Ακόμη κι αν δεχθούμε πλήρως αυτά τα δυο σημεία, υπάρ­χουν τρία επί πλέον πράγματα που πρέπει να ειπωθούν, προ­κειμένου να ερμηνευθεί σωστά ένα κείμενο όπως ταΑποφθέγ­ματα των Πατέρων της Έρημου, ή μια μορφή όπως ο στάρετς Ζωσιμάς, στουςΑδελφούς Καραμαζώφ. Κατ' αρχάς, η υπακοή που προσφέρεται από το πνευματικό τέκνο στον αββά δεν εί­ναι αναγκαστική, αλλά πρόθυμη και εθελούσια. Είναι έργο του γέροντα να αναλάβει το θέλημά μας στο δικό του, όμως μπορεί να το κάνει μόνο αν εμείς, με τη δική μας ελεύθερη επιλογή το τοποθετήσουμε στα χέρια του. Δεν συντρίβει τη θέλησή μας, αλλά τη δέχεται από μας ως δώρο. Μια υποταγή αναγκαστι­κή και ακούσια στερείται προφανώς ηθικής άξιας· ο γέροντας ζητά από τον καθένα μας να προσφέρει στον Θεό την καρδιά του, όχι τις εξωτερικές ενέργειές του. Ακόμη και σ' ένα μοναστικό πλαίσιο η υπακοή είναι εθελούσια, όπως τονίζεται έντο­να στο τυπικό της κουράς, μόνο αφού ο υποψήφιος τοποθετή­σει τρεις φορές το ψαλίδι στα χέρια του ηγουμένου, προχωρεί εκείνος στην κουρά του36.
Ωστόσο, η εθελούσια προσφορά της ελευθερίας μας, ακόμη και στο μοναστήρι, είναι προφανώς κάτι που δεν μπορεί να συμ­βεί μια για πάντα, με μια μοναδική χειρονομία. Καλούμαστε να αναλάβουμε τον σταυρό μας καθ' ημέραν (Λουκ. 9.23). Πρέπει να υπάρχει μια συνεχής προσφορά, που να εκτείνεται σε ολό­κληρη τη ζωή μας˙ η αύξησή μας εν Χριστώ μετριέται ακριβώς από τον αυξανόμενο βαθμό αυτοπροσφοράς μας. Η ελευθε­ρία μας πρέπει να προσφέρεται εκ νέου κάθε μέρα και κάθε ώ­ρα, με συνεχώς διαφοροποιούμενους τρόπους. Και τούτο ση­μαίνει πως η σχέση ανάμεσα στον γέροντα και στον μαθητή δεν είναι στατική αλλά δυναμική, δεν είναι αμετάβλητη αλλά απεί­ρως ποικίλη. Κάθε μέρα και κάθε ώρα, κάτω από την καθο­δήγηση του γέροντά του, ο μαθητής θα αντιμετωπίσει νέες κα­ταστάσεις, που απαιτούν μια διαφορετική απάντηση, ένα νέο είδος αυτοπροσφοράς.
Δεύτερον, η σχέση ανάμεσα στον γέροντα και στο πνευμα­τικό τέκνο. Όπως έχουμε ήδη σημειώσει, δεν είναι μονόπλευ­ρη , αλλά αμοιβαία. Όπως ο γέροντας δίνει τη δυνατότητα στους μαθητές να δουν τον εαυτό τους όπως πραγματικά είναι, έτσι και οι μαθητές αποκαλύπτουν στον γέροντα τον εαυτό του. Στις περισσότερες περιπτώσεις, εκείνος που καλείται να γίνει γέ­ροντας δεν το αντιλαμβάνεται, μέχρις ότου οι άλλοι τον πλη­σιάσουν και επιμείνουν να μπουν υπό την καθοδήγηση του. Η αμοιβαιότητα αυτή συνεχίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια της σχέ­σης ανάμεσα στους δύο. Ο πνευματικός πατέρας δεν διαθέτει κάποιο εξαντλητικό πρόγραμμα, που έχει υποστεί επεξεργα­σία εκ των προτέρων και επιβάλλεται στον καθένα με τον ίδιο τρόπο. Αντιθέτως, αν είναι αληθινός γέροντας, διαθέτει για τον καθένα διαφορετικό λόγο· δεν προχωρεί επί τη βάσει αφηρη­μένων κανόνων, αλλά συγκεκριμένων ανθρώπινων καταστά­σεων. Εισέρχεται μαζί με τον μαθητή του στη συγκεκριμένη κα­τάσταση, χωρίς να γνωρίζουν εκ των προτέρων ποια θα είναι ακριβώς η έκβαση, αλλά περιμένοντας ο καθένας τον φωτισμό του Πνεύματος. Και οι δύο, πνευματικός πατέρας και μαθη­τής, μαθαίνουν κατά την πορεία.
Η αμοιβαιότητα στη σχέση τους φαίνεται σε αρκετές ιστο­ρίες σταΑποφθέγματα των Πατέρων της Έρημου. Όπου ένας ανάξιος αββάς σώζεται από την υπομονή και την ταπεινοφρο­σύνη του υποτακτικού του. Ένας αδελφός, επί παραδείγματι, έχοντας ένα γέροντα δοσμένο στο πάθος της μέθης, πειράζεται έντονα για να τον εγκαταλείψει· αλλά αντί να φύγει, παραμέ­νει πιστός στον γέροντά του. μέχρι που ο τελευταίος οδηγεί­ται τελικά στη μετάνοια. Και ο αφηγητής σχολιάζει, «...ότι εισί νεώτεροι και οδηγούσι γέροντας εις ζωήν»17. Ο μαθητής μπο­ρεί να κληθεί να δώσει όπως και να λάβει˙ ο δάσκαλος μπορεί συχνά να μάθει απ’ τους μαθητές του. Όπως αναφέρει το Ταλμούδ: «Ο ραβίνος Χανίνα έλεγε, ‘’από τους δασκάλους μου έ­μαθα πολλά, πιο πολλά από τους συμμαθητές μου, αλλά από τους μαθητές μου έμαθα τα περισσότερα’’»38.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η σχέση δεν είναι αμφί­πλευρη αλλά τριγωνική, επειδή μαζί με τον γέροντα και τον μαθητή του υπάρχει κι ένα τρίτο μέλος, ο Θεός. Ο Κύριος μας είπε πως δεν πρέπει να καλούμε κανέναν «πατέρα», γιατί έ­χουμε μόνο έναν Πατέρα τον εν Ουρανοίς (Ματθ. 13.8-10). Ο γέροντας δεν είναι κάποιος αλάθητος κριτής σ’ ένα εφετείο, αλλά συνυπηρέτης του ζώντος Θεού· δεν είναι τύραννος, αλλά ο­δηγός και σύντροφος στο ταξίδι. Ο μόνος αληθινός «πνευματι­κός οδηγός», με όλη τη σημασία της λέξης, είναι το Άγιο Πνεύμα.
Έτσι ερχόμαστε στο τρίτο σημείο. Στην ορθόδοξη Παράδο­ση, οι πνευματικοί οδηγοί επιζητούσαν πάντοτε να αποφύγουν κάθε είδος καταναγκασμού και πνευματικής βίας στις σχέσεις τους με τους μαθητές τους. Αν, υπό την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος, ομιλούν και ενεργούν με κύρος, το κύρος προ­έρχεται από την ταπεινή αγάπη. Θέλοντας να αποφύγουν κά­θε μηχανικό εξαναγκασμό, αρνούνται μερικές φορές να δώσουν στους μαθητές τους κάποιο κανόνα ζωής, κάποιο σύνολο εξω­τερικών εντολών που να εφαρμόζονται αυτόματα. Κατά ένα σύγχρονο Ρουμάνο μοναχό, ο γέροντας δεν είναι «νομοθέτης αλλά μυσταγωγός». Δεν καθοδηγεί τους άλλους επιβάλλοντας κανόνες, αλλά συμμεριζόμενος τη ζωή τους. Κάποιος μοναχός είπε στον αββά Ποιμένα:«αδελφοί οικούσι μετ' εμού˙ θέλεις κελεύσω αυτοίς; Λέγει αυτώ ο γέρων. Ουχί... θέλουσι και αυ­τοί, πάτερ, ίνα κελεύσω αυτοίς. Λέγει αυτώ ο γέρων. Μη· αλλά γενού αυτοίς τύπος, και μη νομοθέτης»(κάποιοι αδελφοί ήλ­θαν να ζήσουν μαζί μου· θέλεις να τους δώσω εντολές; Όχι, εί­πε ο γέροντας. Όμως, πάτερ, επέμεινε ο μοναχός, οι ίδιοι μου ζητούν να τους δώσω εντολές. Όχι, επανέλαβε ο ποιμήν, γίνε πα­ράδειγμα σ' αυτούς κι όχι νομοθέτης)40.
Το ίδιο δίδαγμα βγαί­νει και από μια ιστορία που είπε ο Ισαάκ, Πρεσβύτερος των Κελίων. Ως νέος, έμεινε στην αρχή με τον αββά Κρόνο και μετά με τον αββά Θεόδωρο της Φέρμης κανείς τους όμως δεν του έλεγε τι να κάνει. Ο Ισαάκ παραπονέθηκε στους άλλους μο­ναχούς, που πήγαν και διαμαρτυρήθηκαν στον Θεόδωρο. «Αλλ' εάν θέλη», απάντησε στο τέλος ο Θεόδωρος, «ο βλέπει με ποιούντα, ποιήσει και αυτός» (αν θέλει, ας κάνει ό,τι βλέπει να κά­νω εγώ)41. Όταν ζήτησαν από τον Βαρσανούφιο να δώσει ένα λεπτομερή κανόνα ζωής, αρνήθηκε, λέγοντας: «δεν θέλω να εί­σαστε κάτω από τον νόμο, αλλά μέσα στη Χάρη». Και σε άλ­λες επιστολές του έγραψε: «Γνωρίζετε πως ποτέ δεν επιβάλα­με αλυσίδες σε κανένα... Μη βιάζετε την ελεύθερη βούληση των ανθρώπων, αλλά σπείρετε εν ελπίδι· διότι ο Κύριος μας κανέ­ναν δεν εξανάγκασε, αλλά δίδαξε το Ευαγγέλιο και όποιος ή­θελε Τον άκουσε»42.
Μη βιάζετε την ελεύθερη βούληση των ανθρώπων. Το έργο του πνευματικού πατέρα δεν είναι να καταστρέψει την ελευθε­ρία μας, αλλά να μας βοηθήσει να δούμε την αλήθεια για τον εαυτό μας· δεν είναι να καταπιέσει την προσωπικότητά μας, αλλά να μας καταστήσει ικανούς να ανακαλύψουμε τον αληθινό μας εαυτό, να ωριμάσουμε και να γίνουμε αυτό που πραγματι­κά είμαστε. Αν περιστασιακά ο πνευματικός πατέρας απαιτεί απόλυτη και φαινομενικά «πικρή» υπακοή από τον μαθητή του, τούτο ποτέ δεν γίνεται ως αυτοσκοπός, ούτε με την προοπτι­κή της υποδούλωσής του. Σκοπός αυτού του είδους «θεραπείας-σοκ» είναι απλά να απελευθερώσει τον μαθητή από τον ψεύ­τικο και απατηλό «εαυτό», για να μπορέσει να εισέλθει στην αληθινή ελευθερία˙ η υπακοή γίνεται κατ' αυτόν τον τρόπο η πύ­λη προς την ελευθερία.


28. A Wonderful Revelation to the World, στο Αρχιμανδρίτου Laza­rus Moore. St Seraphim of Sarov. 197.
29. ΑΛ. Ιωάννης ο Κολοβός 1 (204C)- tr. Ward. Sayings,85-86.
30. ΑΠ, Μάρκος ο Μαθητής τού Σιλουανού 1.2 (293D-296B)' tr..145-46.
31. Αυτόθι. Ιωσήφ της Πανεφώ 5 (229ΒC) tr. 103.
32. Αυτόθι, Σαϊώ 1 (420ΑΒ)· tr. 229. Ο γέροντας κατόπιν επέστρεφε τα πράγματα στους κατόχους τους.
33. ΑΠ. Ανώνυμη συλλογή 295· ed. Nau. ROC 14 (1909). 378- tr. Ward. Wis­dom. §162 (47). Κατά θαυματουργικό τρόπο, το παιδί δεν έπαθε τί­ποτε. Για μια παράλληλη Ιστορία, βλ. ΑΠ. Σισώης 10 (394C-396A)˙ tr. Ward. Sayings. 214 και πρβλ. Αβραάμ και Ισαάκ (Γεν. 22).
34.  Βλ. ανωτέρω. 205.
35.  Παρατίθεται στο Yves Hamant. Alexander Men: A Witness for Contempo­rary Russia (Torrance. CA: Oakwood Publication˙. 1995). 124
36.  Βλ. ανωτέρω. 188.
37. ΑΠ.ανώνυμη συλλογή 340· ed. Nau. ROC 17 (1912).295 - tr. Waid. Wisdom. §209 (56-57).
38. C.G. Montefiore and H. Loewe (ed.). A Rabbinic Anthology (London: Macmillan. 1938). §494.
39. Kitluf Andre Scrinu. "La tradition du pen? spiriruel dans l'Eghse d'Orient". Hermes. 1967. No. 4.83.
40. ΑΠ. Ποιμήν 174 ( 364C)- tr. Ward. Sayings. 191.
41. Αυτόθι. Ισαάκ ο Ιερεύς 2 (224CD)- tr.. 99-100.
42. Ερωταποκρίσεις. 25.51.35.


Από το βιβλίο:
Η ΕΝΤΟΣ ΗΜΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ
Μετάφραση από τα αγγλικά Ιωσήφ Ροηλίδης
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΚΡΙΤΑΣ

Η φωτό του Σεβασμιωτάτου είναι από τη σελίδα: http://orthocath.wordpress.com/
 Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com
22  ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ  2011 


Read more:http://www.egolpion.net/ypakoh_elef8eria.el.aspx#ixzz2jmqJKH5x

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΩΝΙΑ

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΩΝΙΑ


Jean Restout "Miracles of St. Paul at Ephesus"
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ
ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΩΝΙΑ
Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Μεταλληνού
Καθηγητού Πανεπιστημίου

   ΗΙωνία, η ασιατική ακτή δηλαδή τού Αιγαίου από τη Μίλητο ως τη Φώκαια, αποικίσθηκε από Ίωνες της κυρίως Ελλάδος. Γρήγορα η περιοχή έλαβε μεγάλη ανάπτυξη και διαμορφώθηκε ηΙωνική Δωδεκάπολις, στην οποία θα προστεθεί στα τέλη τού η' π.Χ. αιώνα και η αιολική αρχικάΣμύρνη. Αυτό που έχει για το θέμα μας σημα­σία, είναιο τρόπος διατηρήσεως της ενότητας μεταξύ των πόλεων, που εξασφάλιζε συγχρόνως τη συντήρηση της μνήμης της κοινής προελεύσεως τους.Δεν ήταν φυλετικός - ρατσιστι­κός ο δεσμός τους, αλλά πνευματι­κός. Διατηρώντας την ανεξαρτησία τους κάθε μία από τις Ιωνικές πό­λεις, συνδέονταν μεταξύ τουςμε δεσμό θρησκευτικό, που συνιστούσε και τη βάση της ενότητάς τους. Έδρα της υπαρκτής ενότητάς τους ήταν τοΚοινόν Ιερόν, τοΠανιώνιον,στο ακ­ρωτήριο της Μυκάλης. Ο Πανενωτικός αυτός πνευματικός δεσμός δια­τηρούσε την ελληνικότητά τους μέσα από τη θρησκευτικότητα. Η κοινή θρησκευτική πίστη απέβαινε γι' αυτές δεσμός «εθνικός».
Η Ιωνία έμεινε, έτσι, πιστή στην ελληνικότητα, πουδεν εγκλωβίστηκε ποτέ μόνο σε δεσμούς αίματος, δημιουργώντας συν­είδηση ρατσιστική, αλλά σε δεσμούς πνευματικούς, και μάλιστα θρησκευ­τικούς, την ενιαία θρησκευτική (κατ' εξοχήν, δηλαδή, πνευματική) συνεί­δηση. Η κοινή καταγωγή και τα κοινά ήθη θα αποτελούν παραμέ­τρους αυτής της συνειδήσεως, αλλά ποτέ την πεμπτουσία της, το επίκε­ντρο της.Αυτή η κοινή θρησκευτική συνείδηση θα σωθεί ακέραια και μέσα στη χριστιανική παράδοση τού Ελ­ληνισμού γενικότερα, αλλά θα απο­τελέσει, όπως θα δούμε, και τη μεγα­λύτερη δυσκολία για το πέρασμα από την ειδωλολατρία στη χριστιανική πίστη.
Οι μικρασιατικές ελληνικές αποικίες δημιούργησαν τις πραγματικές προϋποθέσεις για τη σπορά τού Χριστιανισμού με την επέκταση της ελληνικής επιρροής,την πνευματική δηλαδή ενοποί­ηση τού ασιατικού χώρου, που εσήμαινε όχι κατακτητική, αλλά πολιτι­στική αφομοίωση,συντελέσθηκε μέ­σω τού περαιτέρω αποικισμού από την ακτή τού Αιγαίου, ως τον Πόντο. Με την εκστρατεία δε τού Μ. Αλε­ξάνδρου η πολιτιστική αυτή ενιαιοποίηση θα επεκταθεί και στα ενδότερα της Ασίας, εξασφαλίζοντας δυνα­τότητες ελεύθερης κοινωνίας και κυκλοφορήσεως των ιδεών. Όταν ο Ελληνισμός χαρακτηρίζεται «όργα­νον της Χάριτος» για την εξάπλωση της εν Χριστώ αληθείας, πρόκειται για ρεαλιστική εκτίμηση της πορείας τού κόσμου στο χώρο της Ανατολής.
Η δια τού Ελληνισμού επιτευχθείσα εκεί πολιτιστική ενότητα, μαζί με τη διοικητική ενότητα, που εξασφάλισε, κυρίως στη Δύση, η Ρωμαϊκή Αυτο­κρατορία (pax romana), περιλαμβά­νονται σ' αυτό που στην Κ. Διαθήκη εκφράζεται δια τού όρου «πλήρωμα τού χρόνου» (Γαλ. 4, 4).
Η διάδοση τού Ελληνισμού επιτεύχθηκε με τη δημι­ουργία αστικών κέντρων (ο θεσμός της πόλεως), με ελληνικά ονόματα. Τα αστικά αυτά κέντρα στο εσωτερικό της Ασίας έγιναν αφετηρίες για την εκπολιτιστική (επί)δράση τού Ελληνισμού. Η δυναμική «μι­κρά ζύμη» ήρκεσε, για να ζυμώσει «όλον το φύραμα» (Α' Κορ. 5, 6). Αυτό συνετελέσθη κυρίως στη Μικρασία, όπου υπήρχε πολυπληθέστε­ρο και συμπαγέστερο ελληνικό στοι­χείο και περισσότερες πόλεις. Βέ­βαια, οιέλληνες δεν έπαυαν ποτέ να είναι μικρές νησίδες μέσα στα ασιατι­κά φύλα (Λυδοί, Κάρες, Βιθυνοί, Παφλαγόνες, Ίσαυροι κ.λπ.), αλλά ήταν μεγάλη η διεισδυτική δύναμη τού ελληνικού πνεύματος. Με την εξάπλωση τού Χριστιανισμού, της θεανδρικής αυτής πραγματικότη­τας, η πάντοτε υφισταμένη καθ' οι­ονδήποτε τρόπο διάκριση μεταξύ Ελλήνων και «βαρβάρων» θα περι­βληθεί σε «εν Χριστώ» ενότητα, όπου «ουκ ενι Έλλην ή βάρβαρος», αλλά «τα πάντα και εν πάσι Χριστός» (Κολ.3, 11).
Η συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού στο χώ­ρο της Ιωνίας επετεύχθη στο πρόσωπο τού Απ. Παύλου και των συνεργών του. Ο Παύλος εισά­γει ήδη στον μικρασιατικό Ελλη­νισμό τον «τύπο» τού Ρωμηού, τού Έλληνα της αυτοκρατορίας της Νέ­ας Ρώμης (Βυζαντίου από το 1562), δηλαδή τηςΡωμανίας. Διότι ενσάρ­κωνε το τρίπτυχο της Ρωμανίας:Ρωμαίος πολίτης και Χριστιανός με ελληνική παιδεία. Όχι άδικα δε ονο­μάσθηκε ο Παύλος «Απόστολος των Εθνών», διότι ευαγγελίσθηκε τον Χριστό στους πληθυσμούς εκείνους, που μέσα στη Γραφή χαρακτηρίζο­νταν «Έθνη». Το άνοιγμα όμως της Εκκλησίας προς τα Έθνη γίνεται ήδη στο κατά Ιωάννην και θεμελιώ­νεται από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό˙ Ιωάν. 12, 20-24: «Ήσαν δε Έλλη­νες τινές εκ των αναβαινόντων, ίνα προσκυνήσωσιν εν τη εορτή. Ούτοι ουν προσήλθον Φιλίππω τω από Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και ηρώτων αυτόν λέγοντες· κύριε, θέλομεν τον Ιησούν ιδείν. Έρχεται Φίλιππος και λέγει τω Ανδρέα, έρχεται Ανδρέας και Φίλιππος και λέγουσι τω Ιησού. Ο δε Ιησούς αποκρίνεται αυτοίς λέγων ελήλυθεν η ώρα, ίνα δοξασθή ο υιός τού ανθρώπου». Με τηΣύνοδο στα Ιεροσόλυμα(Αποστολική, Πράξ. 15, 6 έ.) γίνεται επίσημα το άνοιγμα στους Εθνικούς και ο Απ. Παύλος θα αναδειχθεί σε κατ' εξοχήν «απόστολο των εθνών» και ευαγγελιστή της οι­κουμένης, όλης δηλαδή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ως «θαύμα» - μοναδικό και ανεπανάληπτο γεγονός -θεωρείται, η συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού μέσα στην Ιστορία. Διότι με αυτήν συντε­λείται η αποφασιστικότερη αλλαγή στην πορεία του κόσμου. Πρόκειται για καθολικό αναπροσανατολισμό της Οικουμένης και είναι η μόνη περίπτωση στην Ιστορία, για την οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ανεπιφύλακτα ο όρος «Νέα Εποχή», αφού με αυτόν χαρακτηρίζεται ο νέος κόσμος, πού γεννήθηκε, με την άκτιστη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, την ημέρα της Πεντηκοστής. Είναι «το σώμα του Χριστού», η Εκκλησία. Και ολόκληρη η ελληνορωμαϊκή Οι­κουμένη εξελικτικά θα μεταμορφω­θεί σε Εκκλησία, ως Χριστιανική Οικουμένη. Με τη συναδέλφωση και ένωση Ελληνισμού - Χριστιανισμού ανακαινίζεται ο κόσμος και η Ιστορία. Και τούτο πραγματοποιείται με δια­δοχικές υπερβάσεις. Πρώτα με τήν υπέρβαση του ιουδαϊκοί εθνικισμού και τη χριστιανική κατάφαση και του κόσμου των Εθνών, όλης της Οικου­μένης. Με το μήνυμα του Ευαγγελί­ου καταξιώνεται η παγκοσμιότητα του μηνύματος της πατρότητας του Θεού («σωτήρ πάντων ανθρώπων, μάλιστα πιστών», Α' Τιμ. 4, 10), ο οποίος «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α' Τιμ. 2, 4). Ενούμενος όμως με το Χριστιανισμό πραγματο­ποιεί και ο Ελληνισμός την μεγαλειωδέστερη αυθυπέρβασή του.
Ηουσία του Ελληνισμού είναι «η ζήτησις της αληθείας» (Κλήμης Αλεξανδρεύς) (πρβλ. Α' Κορ. 1, 22). Της Αλήθειας σε όλες της τις εκφάνσεις και πραγματώσεις, συνεπώς και στο χώρο της θρησκείας. Ο λόγος του Απ. Παύλου στον Άρειο Πάγο των Αθηνών καταξιώνει χριστιανικά αυ­τή τη ζήτηση, ως αυθεντική καιει­λικρινή, και πραγματοποιεί τη γεφύ­ρωση ανάμεσα στη ζήτηση και τη διά του Παύλου απάντηση του Θεού: «ον ούν αγνοούντες ευσεβείτε, τούτον εγώ καταγγέλλω υμίν» (Πράξ. 17, 23). Αυτού του πνεύματος φορέας ήταν ο Απ. Παύλος, όταν επισκεπτό­ταν και την Ιωνία.
Οεκχριστιανισμός της μικρα­σιατικής Ιωνίας έγινε διά του Απ. Παύλου, του φωτιστού όλου του Ελληνισμού. Κατά τηνβ' περιοδείατου ο Παύλος (Πράξ. 16 έ.) πέρασε εγκάρσια όλη τη Μικρασία. Το όραμα με τον Μακεδόνα στην Τρωάδα (Πράξ. 16, 9 έ.), πού καλούσε τον Παύλο («...διαβάςειςΜακεδονίαν βοήθησον ημίν»), θα φέρει τον Απόστολο στο έδαφος της μητροπολιτικής Ελλάδας, με πρώτο πέρασμα τη Σαμοθράκη (Πράξ. 16, 11). Ο Παύλος ακολούθησε, έτσι, αντίστροφη πορεία από εκείνη του Αλεξάνδρου, για την πνευματική κα­τάκτηση της Δύσεως.
Μετά από μία σύντομη παραμονή στην Έφεσο κα­τά την επιστροφή του (Πράξ. 18, 19), θα επανέλθει σ' αυτήν ο Παύλος (19, 1 έ.) εισάγοντας αυθεντικά το Χριστιανισμό, όπως αφηγείται ο Λουκάς στις Πράξεις των Αποστό­λων. Η ελληνική Μητρόπολη της Ιωνίας θα γίνει με τον εκχριστιανισμό της η πρώτη (σε σημασία) Χρι­στιανική Μητρόπολη της Ασίας, με δεύτερη την Εκκλησία της Σμύρνης. 
Ηγενέτειρα του σοφού Ηρακλείτου και όλη η ανθυπατική Ασία (19, 26) έγινε πεδίο ιεραποστολικής δραστηριότη­τας του Παύλου και των μαθητών του. Οι Πράξεις των Αποστόλων δί­νουν μία εκτενή αναφορά στη δράση του Παύλου εκεί, μία δράση πού, όπως αναμενόταν, λειτούργησε προκλητικά και στους εξαρτημένους από τον φαρισαϊκό φανατισμό Ιου­δαίους, αλλά και στους συνδεόμενους με τη λατρεία τηςΑρτέμιδοςΈλλη­νες και λοιπούς εθνικούς. Ο «παλαι­ός κόσμος» - Ιουδαϊσμού και εθνισμού - αντιστάθηκε με πείσμα στο ευαγγέ­λιο της «καινής κτίσης» (Γαλ. 6, 15), διότι αυτό κατέλυε την εξουσία του. Δυναμικότερη όμως υπήρξε η αντίδραση εκ μέρους του εθνικού κό­σμου.
ΗΈφεσος, λόγω της λατρείας τηςΑρτέμιδος(Dianae των Ρωμαίων) ήταν πόλη ιερή, στο κέντρο της οποίας δέσποζε μεγαλόπρεπα ο Ναός της θεάς. Η Έφεσος ήταν κάτι σαν Ιερουσαλήμ της Ασίας. Μεγάλο μέρος τού πλη­θυσμού προσποριζόταν μεγάλα οικονομικά οφέλη από το Ναό. Ήταν το «κεφάλαιο» της περιοχής. Ο Ναός ήταν συγχρόνως και Τράπεζα. Στρα­τός ολόκληρος από ιερείς και Ιέρειες, νεωκόρους, τραγουδιστές, μουσικούς, μάγους, αλλά και κακούργους, που κατέφευγαν στο άσυλο τού Ναού -όλα δηλαδή τα συνδεόμενα με τη «θρησκεία» στοιχεία - είχαν κάθε λό­γο να δουν τον Παύλο ως κοινωνικό ανατροπέα και αναιρέτη της «κα­θεστηκυίας» κοινωνικής τάξεως. Για τις ταραχές, που προκάλεσε ο «αργυροχόος»Δημήτριος, γίνεται λόγος, πάλι, στις Πράξεις (19, 23 έ.). Ο Παύλος, κηρύσσοντας την πνευματι­κή λατρεία τού Χριστιανισμού (Ιω. 4, 24), απέρριπτε στην πράξη τους χειροποίητους «θεούς» των ειδώλων και τις ειδωλολατρικές πρακτικές. Το επιχείρημα τού Δημητρίου ήταν: Δεν κινδυνεύουμε μόνο επαγγελμα­τικά, αλλά και ιδεολογικά (ο ναός χάνει τη σημασία του). «Η θεά κιν­δυνεύει να χάσει το μεγαλείο της».
 Είναι η πρώτη Ιστορικά ουσιαστική προσπάθεια οργανωμένων οικονο­μικών συμφερόντων να ανακόψουν την εξάπλωση τού Χριστιανισμού. Συγχρόνως όμως είναι και μία απόδειξητηςανθεκτικότητας της παλαιάς τάξεως πραγμάτων - και ιδιαί­τερα τού θρησκευτικού κατεστημένου τού ελληνορωμαϊκού κόσμου. Στο επίπεδο της κρατικής θρησκείας και της θρησκεύουσας φιλοσοφίας θα διε­ξάγεται στο εξής η πάλη Χριστιανισμού - Ελληνισμού. Το γεγονός, όμως, ότι «τινές των Ασιαρχών» θα μείνουν «φίλοι» τού Παύλου και θα τον προστατεύσουν (Πράξ. 19, 31), είναι η προγραμματική επιβεβαίωση μιας αμετάτρεπτης έκτοτε πραγμα­τικότητας: ο Χριστιανισμός (ως Ορθοδοξία) δεν θα λάβει στον Ελληνι­σμό ποτέ ταξικό χαρακτήρα, αφού άνθρωποι από όλα τα κοινωνικά στρώματα θα τον δέχονται ή θα τον απορρίπτουν. Η στάση της κοινωνίας της Εφέσου απέναντι στο κήρυγμα τού Παύλου αποκαλύπτει τη στάση τού «παλαιού κόσμου» απέναντι στην «καινότητα» τού ευαγγελικού μηνύ­ματος. Οι «προς Εφεσίους» επιστο­λές τού Παύλου και τού αγίου Ιγνα­τίου τού Θεοφόρου (107 μ.Χ.), από τα σημαντικότερα κείμενα της χριστιανικής γραμματείας, φανερώ­νουν τη σημασία της ελληνικής Εφέ­σου ως χριστιανικού κέντρου στην αποστολική και μεταστολική εποχή.
Το έργο τού Παύλου θα συνεχί­σει στην Έφεσο οευαγγελι­στής Ιωάννης, ο οποίος στην Αποκάλυψη (2, 1-7) θα αναφερθεί στον «άγγελον» της «εν Εφέσω Εκ­κλησίας». Για τη διαμονή και δράση τού Ιωάννη στην Έφεσο, ισχυρότερη ως σήμερα μαρτυρία είναι το όνομα της περιοχής:Ayasoluk(σημαίνει: άγιος Θεολόγος). Ο μαθητής τού ΠαύλουΤιμόθεοςυιός γυναικός Ιουδαίας πιστής, πατρός δε Έλληνος», Πράξ. 16, 13) φέρεται ως πρώ­τος Επίσκοπος της Εφέσου και της Ιωνίας (από την αρχή της δεκαετίας τού 60 ως το 97 περίπου, που μαρτύ­ρησε) . Τον β' αιώνα η Έφεσος θα είναι πολυάριθμη εκκλησία με καλή οργάνωση και έντονη πνευματική ζωή. Στα τέλη του αιώνα αυτού θα εί­ναι το μητροπολιτικό κέντρο της Α­σίας, ως τον ια' αι., οπότε θα κατα­στραφεί από τους Σελτζούκους η πόλη. Η σύγκληση στην Έφεσο τηςΓ' Οικουμενικής(431) και της «Λη­στρικής» Συνόδου (449) φανερώνουν τη σπουδαιότητά της τον ε' αιώνα.
Το δεύτερο σε σημασία χριστια­νικό κέντρο της Ιωνίας θα είναι από τους αποστολικούς χρόνους ηΣμύρνη. Η Εκκλησία της μαρτυρείται αμέσως μετά την Εκ­κλησία της Εφέσου στην Αποκάλυ­ψη (2, 8-10). Εκεί θα γράψει τις επιστολές του προς τις εκκλησίες Τράλλεων, Μαγνησίας, Εφέσου και Ρώ­μης ο άγιοςΙγνάτιος ο Θεοφόρος(107). Ο επίσκοπος τηςΠολύκαρ­ποςαναδεικνύεται μεγαλειώδης μορφή της αρχαίας Εκκλησίας με το μαρτύριο του στην πόλη της Σμύρνης (165 μ.Χ.). Η Εκκλησία της Σμύρνης είχε ομαλότερη πορεία από εκείνη της Εφέσου, διότι τον ιγ' αιώ­να περιελήφθη στην αυτοκρατορία της Νικαίας και έζησε μία νέα ακμή, για να αποβεί το σημαντικότερο κέν­τρο τού Ορθοδόξου Ελληνισμού (της «ρωμηοσύνης») ως τα 1922.
Είναι γεγονός ότι και στην Ιω­νία, όπως σε κάθε περιοχή τού ρωμαϊκού κόσμου, στην οποία ήκμαζε ο Ελληνισμός, η είσοδος τού Χριστιανισμού οδήγησε σε ένα νέο ιστορικό μέγεθος, που εκφραζόταν με ένα νέο τρόπο υπάρξεως και μετα­στοιχείωσε τελικά όλη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Το νέο αυτόμέγεθος είναι η Ορθοδοξία, που δηλώνει το Χριστιανισμό στην αυθεντικότητά του, ενωμένο ασύγχυτα και αδιαίρε­τα με τη μεταμορφωμένη εν Χριστώ ελληνικότητα.
Η Ορθοδοξία θα αποβεί οκυριότερος συνθετικός παράγοντας των ασιατικών πληθυσμών και το μεγαλύτερο στή­ριγμα τους. Ο Ν. Γιόργκα έχει δί­κιο, όταν βλέπει την Ορθοδοξία ως «μέγαν παράγοντα εξελληνισμού» των ασιατικών περιοχών, διότι πράγματι ο πλήρης εξελληνισμός της Μικρασίας και γενικά τού «Βυζαντί­ου» / Ρωμανίας επετεύχθη μέσω της Ορθοδοξίας.Διότι ο Χριστιανισμός ως Ορθοδοξία διέσωσε όλα τα αυ­θεντικά στοιχεία της ελληνικότητας, ό,τι εκλεκτότερο είχε δημιουργήσει, κινούμενος από τη θεία χάρη, ο κόσμος προ της Σαρκώσεως.
Το περίεργο είναι, ότι η σύγ­κρουση Ελληνισμού - Χριστιανισμού ήταν σφοδρότερη στο χώρο της λαϊκής θρησκείας (ας θυμηθούμε τα γεγονότα της Εφέ­σου), απ’ όσο στο χώρο τού πνεύμα­τος, όπου διαπιστωνόταν η κατ' αρ­χήν σύμπτωση τους: οικουμενικότη­τα, υπερφυλετικότητα (αντιρατσισμός), επίγνωση των ορίων τού λό­γου, εσωτερικότητα, αλλά και κοι­νωνικότητα. Η σύνδεση Χριστιανισμού - Ελληνισμού, θα διατηρήσει την ισορροπία της στα πρόσωπα των Αγίων, των Πατέρων, διότι αυτοί σ' όλους τους αιώνες θα ιεραρχούν ορθά τα δύο μεγέθη. Στην πατερική παρά­δοση Ελληνισμός και Χριστιανισμός δεν συνδέονται ως ισοδύναμα μεγέθη. Σ' αυτήν η Ορθοδοξία δεν είναι απλή συνέχεια τού Ελληνισμού, αλλ'υπέρ­βασήτου.Ο Ελληνισμός πεθαίνει και ανασταίνεται για να ενωθεί με το Χριστιανισμό, ως ανθρώπινη φύση σε μία θεανθρώπινη ενότητα.Έτσι, δικαιώνεται μεταξύ άλλων ο άγιοςΓρηγόριος ο Παλαμάς, όταν διακη­ρύσσει: «Καν τις των Πατέρων τα αυτά τοις έξω φθέγγηται, αλλ' έπί των βημάτων μόνον επί δε των νοη­μάτων πολύ το μεταξύ. Νουν γαρ ούτοι (...) έχουσι Χριστού, εκείνοι δε, ει μη τι και χείρον, εξ ανθρωπινής δια­νοίας φθέγγονται». Ο Άγιος Γρηγόριος συνοψίζει εδώ την πατερική αυτοσυνειδησία.
Ανισορροπία στη διασύνδεση Χριστιανισμού - Ελληνι­σμού υπάρχει στηναίρεση. Στις αιρέσεις ο Ελληνισμός δεν υπερβαίνεται, αλλά παραλαμβάνεται αυτούσιος. Γι' αυτό ορθά έχει λεχθεί (Α. Harnack), ότι στις αιρέσεις συντε­λείται «εξελληνισμός του Χριστιανι­σμού». Το «Συνοδικόν της Ορθοδοξίας» (843 μ.Χ.) έχει δώσει την τε­λεσίδικη λύση στη σύνδεση Χριστια­νισμού και Ελληνισμού ως θύραθεν σοφίας: «Τοις τα ελληνικά διεξιούσι μαθήματα και μη δια παίδευσιν μόνον ταύτα παιδευομένοις, αλλά και ταις ματαίως αυτών δόξαις επομένοις και ως αληθέσι πιστεύουσιν (...), ανάθεμα».
Η Χριστιανική Ελλάς δεν εί­ναι οξύμωρον, αλλά «καινή κτίση», νέο ιστορικό μέγε­θος, ένωση θείας και ανθρώπινης φύ­σεως, θεανθρωπισμός, ως Ορθοδοξία. Γι' αυτό και η τυχόν επιστροφή τού σημερινού Ελληνισμού στην προχριστιανική αρχαιότητα θα είναι εγχείρημα απονενοημένο. Διότι κάτι τέτοιο είναι πια για τον Ελληνισμό αδύνατο και ισοδυναμεί με αυτοκτο­νία.
Ο Ελληνισμός της μικρασια­τικής Ιωνίας, γνήσιο τμή­μα τού καθόλου Ελληνισμού, διέγραψε και αυτός την καθορισμένη από τη Θεία Χάρη πορεία του από το Πανιώνιο στη Ρωμηοσύνη. Η αρχαία θρησκεία, που αποτελούσε το πνευματικό στοιχείο της ενότητάς του, υποχώρησε μπροστά στην Πίστη τού Χριστού, που θα τον οδηγήσει σε μία καθολικότερη ενότητα στα όρια της Ελληνορθόδοξου Ρωμανίας, της Αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης! Από τη λατρεία της Μεγάλης Θεάς, της Αρτέμιδας, θα αναχθεί στην τιμή της Υπεραγίας Θεοτόκου, της Παναγίας.
Στην Έφεσο, όπου εν ονόματι της Αρτέμιδας διώχθηκε ο Απ. Παύλος, θα κηρυχθεί συνοδικά (431) η εκ Παρθένου Μαρίας σάρ­κωση τού Θεανθρώπου Σωτήρος και η Παναγία θα ομολογηθεί «αληθώς Θεοτόκος». Η Ελληνική συνείδηση στρέφεται, έτσι, από την Αθήνα στην Πόλη τού Γένους, με την οποία θα μείνει αδιάσπαστα ενωμένη η Ελλη­νική Ιωνία. Ο Ελληνισμός της θα συνεχίσει να δίνει δια μέσου των αιώ­νων τη μαρτυρία του για την Αλή­θεια, από την εποχή τού Ηρακλείτου ως την εποχή μας.
Για την αλήθεια τού Χριστού θα μαρτυρήσει ο άγιος Πολύκαρπος καιγια την Ελληνοορθοδοξία θα θυσιαστεί ο Σμύρνης Χρυσόστομος, ο Εθνομάρτυς (1922). Πρόκειται για την ίδια μαρτυρική διάθεση και προσφορά δια μέσου των αιώνων, που καταξιώνει τον Ελλη­νισμό ως παγκόσμιο φωτοδότη.

ΔΙΜΗΝΙΑΙΟΝ ΕΝΟΡΙΑΚΟΝ ΦΥΛΛΑΔΙΟΝ Ι.Ν. ΑΓ. ΣΤΕΦΑΝΟΥ Ν. ΙΩΝΙΑΣ
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ-ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ:
ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ  www.egolpion.com
Σημείωση:Το κείμενο αυτό, που αποτελεί ανακοίνωση στο Συνέδριο «Ιωνία: Μνήμες και προοπτικές» (Νοέμβρ. 1992), προϋποθέτει το βιβλίο τού συγγραφέα «Ορθοδοξία και Ελλη­νικότητα» (Αθήνα 1992).
Πηγή εικόναςεδώ

Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com 
26   ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ   2011  


Read more:http://www.egolpion.net/ellhnismos_xristianismos_iwnia.el.aspx#ixzz2jmpVMFB7